
Οστεοαρθρίτιδα: Μια απλή τροποποίηση στο βάδισμα μπορεί να αναβάλει την ανάγκη για αρθροπλαστική στο γόνατο για αρκετά χρόνια.
Οστεοαρθρίτιδα: Πώς μια μικρή αλλαγή στο βάδισμα μπορεί να ανακουφίσει τον πόνο και να καθυστερήσει την ανάγκη για αρθροπλαστική
Μια μικρή προσαρμογή στον τρόπο που περπατάμε μπορεί να προσφέρει ανακούφιση από τα συμπτώματα της οστεοαρθρίτιδας και να επιβραδύνει τη φθορά του χόνδρου στο γόνατο, σύμφωνα με πρόσφατη επιστημονική μελέτη. Μάλιστα, η ανακούφιση που προσφέρει συγκρίνεται με εκείνη των φαρμάκων, καθιστώντας την αλλαγή αυτή μια υποσχόμενη, μη φαρμακευτική λύση που μπορεί να καθυστερήσει σημαντικά την ανάγκη για χειρουργική επέμβαση.
Η οστεοαρθρίτιδα είναι μια εκφυλιστική νόσος των αρθρώσεων που πλήττει περίπου το 25% των ενηλίκων και αποτελεί κύρια αιτία αναπηρίας παγκοσμίως. Η πάθηση εμφανίζεται όταν ο χόνδρος – το προστατευτικό «μαξιλάρι» ανάμεσα στα οστά – φθείρεται, προκαλώντας πόνο, δυσκαμψία και περιορισμένη κινητικότητα. Δεν υπάρχει μέχρι στιγμής θεραπεία που να αναστρέφει τη βλάβη, με τις υπάρχουσες θεραπείες να επικεντρώνονται κυρίως στην ανακούφιση του πόνου και, αργότερα, στην αντικατάσταση της άρθρωσης.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Γιούτα στις ΗΠΑ προτείνουν τώρα μια νέα, εξατομικευμένη προσέγγιση. Σε μια κλινική μελέτη διάρκειας ενός έτους, διαπίστωσαν ότι η αλλαγή της γωνίας του ποδιού κατά το περπάτημα – ακόμα και κατά λίγες μοίρες – μπορεί να μειώσει το φορτίο που δέχεται το γόνατο, προσφέροντας σημαντική ανακούφιση από τον πόνο και επιβραδύνοντας την καταστροφή του χόνδρου.
Ο δρ. Σκοτ Ούλριχ, ένας από τους επικεφαλής της μελέτης, εξηγεί ότι «τα αυξημένα φορτία στην άρθρωση του γόνατος μπορούν να επιταχύνουν την επιδείνωση της οστεοαρθρίτιδας. Αλλάζοντας τη γωνία του ποδιού κατά τη βάδιση, μειώνεται αυτή η καταπόνηση».
Η μελέτη επικεντρώθηκε σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια μορφή της νόσου στο έσω διαμέρισμα του γόνατος – την περιοχή που δέχεται συνήθως το μεγαλύτερο βάρος. Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν προηγμένες τεχνικές ανάλυσης βάδισης και μαγνητικές τομογραφίες για να καθορίσουν την ιδανική αλλαγή στο περπάτημα κάθε συμμετέχοντα. Όσοι παρουσίαζαν θετική ανταπόκριση εντάχθηκαν στην ομάδα παρέμβασης, ενώ οι υπόλοιποι αποκλείστηκαν.
Οι συμμετέχοντες στην ομάδα παρέμβασης παρακολούθησαν εξατομικευμένα προγράμματα βάδισης και εκπαιδεύτηκαν με χρήση τεχνολογίας ανάδρασης (όπως δονήσεις από συσκευή στην κνήμη) για να διατηρούν την κατάλληλη γωνία ποδιού. Μετά από έξι εβδομάδες εκπαίδευσης, κλήθηκαν να εφαρμόζουν τη νέα τεχνική περπατήματος τουλάχιστον 20 λεπτά την ημέρα.
Ένα χρόνο αργότερα, τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: η ομάδα παρέμβασης παρουσίασε σημαντική μείωση του πόνου και μικρότερη φθορά του χόνδρου σε σύγκριση με την ομάδα placebo. Οι εικόνες από τις μαγνητικές τομογραφίες επιβεβαίωσαν την πιο αργή εξέλιξη της νόσου στην ομάδα που είχε αλλάξει τον τρόπο βάδισης.
«Η βελτίωση που είδαμε στον πόνο συγκρίνεται με την αποτελεσματικότητα ήπιων αναλγητικών όπως η ιβουπροφαίνη», σημείωσε ο δρ. Ούλριχ, τονίζοντας ότι η νέα μέθοδος μπορεί να καλύψει ένα μεγάλο κενό στις θεραπείες, ειδικά για νεότερους ασθενείς που δεν είναι έτοιμοι για χειρουργείο.
Το επόμενο βήμα για τους επιστήμονες είναι να απλοποιήσουν τη διαδικασία ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί ευρέως στην κλινική πράξη. Στόχος είναι η αξιοποίηση φορετών συσκευών και “έξυπνων” παπουτσιών, ώστε ο κάθε ασθενής να μπορεί να εκπαιδευτεί εύκολα και να εφαρμόζει τη μέθοδο στην καθημερινότητά του.
Με αναφορές από:ertnews.gr/Επιμέλεια:ΜΚΜ