
Άλκης Δερβιτσιώτης : «Η τροποποίηση του άρθρου 86 είναι εφικτή, αλλά όχι άμεση»
Η πρόσφατη τοποθέτηση της Ευρωπαίας Εισαγγελέως Λάουρας Κοβέσι, σχετικά με την ανάγκη τροποποίησης του άρθρου 86 του Συντάγματος περί ευθύνης υπουργών, άνοιξε εκ νέου τον δημόσιο διάλογο γύρω από το θεσμικό πλαίσιο λογοδοσίας στην Ελλάδα.
Ο Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομική Σχολής του ΔΠΘ Άλκης Δερβιτσιώτης εξηγεί τι προβλέπεται σήμερα, ποιες είναι οι θεσμικές δυνατότητες αλλαγής και ποιος είναι ο καθοριστικός παράγοντας για οποιαδήποτε συνταγματική μεταβολή.
Ερ.: Κύριε Δερβιτσιώτη, πρόσφατα η Ευρωπαία Εισαγγελέας Λάουρα Κοβέσι δήλωσε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εξετάσει την τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος, το οποίο ρυθμίζει την ευθύνη των υπουργών. Πώς ερμηνεύετε αυτή την τοποθέτηση;
Απ.: Η παρέμβαση της κυρίας Κοβέσι εντάσσεται στο πλαίσιο του ενδιαφέροντός της για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το άρθρο 86 του ελληνικού Συντάγματος αφορά τον τρόπο με τον οποίο διερευνώνται και τιμωρούνται αδικήματα μελών της κυβέρνησης ή υφυπουργών. Εδώ και χρόνια αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, ιδιαίτερα λόγω των περιορισμών που θέτει ως προς την παραγραφή και την αρμοδιότητα της Βουλής. Η τοποθέτησή της δεν είναι δεσμευτική για τη χώρα, αλλά έχει έναν πολιτικό και θεσμικό συμβολισμό, ειδικά εφόσον προέρχεται από μία ευρωπαϊκή θεσμική προσωπικότητα με εμπειρία στην καταπολέμηση της διαφθοράς.
Ερ.: Πολλοί διερωτώνται αν μια τέτοια τροποποίηση είναι θεσμικά εφικτή. Επιτρέπεται σήμερα η αλλαγή του συγκεκριμένου άρθρου;
Απ.: Θεσμικά, το Σύνταγμα επιτρέπει την αναθεώρηση σχεδόν όλων των διατάξεών του, με εξαίρεση ορισμένες βασικές που αφορούν το πολίτευμα. Το άρθρο 86 δεν ανήκει στις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις. Άρα, ναι, είναι δυνατή η τροποποίησή του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι απλή ή άμεση διαδικασία. Το Σύνταγμα προβλέπει πολύ συγκεκριμένα στάδια για την αναθεώρηση, τα οποία απαιτούν χρόνο, πολιτική συνεννόηση και θεσμική ωριμότητα.
Ερ.: Μπορείτε να μας εξηγήσετε συνοπτικά ποια είναι η διαδικασία για να ξεκινήσει και να ολοκληρωθεί μια συνταγματική αναθεώρηση;
Απ.: Η διαδικασία προβλέπεται στα άρθρα 110 και επόμενα του Συντάγματος. Απαιτούνται δύο Βουλές: η πρώτη αποφασίζει ποια άρθρα κρίνει αναθεωρητέα, με την υποστήριξη τριών πέμπτων των βουλευτών, έπειτα από σχετική πρόταση πενήντα τουλάχιστον βουλευτών. Η δεύτερη Βουλή, η οποία προκύπτει από τις επόμενες εκλογές, προχωρά στην ψήφιση των αλλαγών, με την πλειοψηφία που ορίζει η πρώτη Βουλή. Η διαδικασία αυτή διασφαλίζει τη θεσμική σταθερότητα, αλλά συνεπάγεται και χρονικές καθυστερήσεις. Δεν μπορεί να γίνει μια τροποποίηση από τη μία μέρα στην άλλη, ακόμη κι αν υπάρχει συναίνεση.
Ερ.: Η κ. Κοβέσι ανέφερε την ανάγκη αλλαγής λόγω των περιορισμών στην απόδοση ευθυνών σε υπουργικά στελέχη. Κατά την άποψή σας, είναι ένα ζήτημα που μπορεί να τεθεί άμεσα σε πολιτικό διάλογο;
Απ.: Ο διάλογος μπορεί πάντα να ανοίξει, ιδίως όταν υπάρχει δημόσιο ενδιαφέρον ή ευρωπαϊκά ερεθίσματα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο διάλογος αυτός θα οδηγήσει σε άμεσες θεσμικές αλλαγές. Το αν θα τεθεί ουσιαστικά το θέμα προς αναθεώρηση εξαρτάται από τη βούληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και των πολιτικών δυνάμεων εν γένει. Οι θεσμικές αλλαγές προϋποθέτουν ευρύτερη συναίνεση και προετοιμασία, καθώς η αναθεώρηση του Συντάγματος απαιτεί διακομματική συνεργασία.
Ερ.: Υπάρχει η εντύπωση ότι μια συνταγματική τροποποίηση θα μπορούσε να γίνει αν το αποφασίσει η εκάστοτε κυβέρνηση. Ισχύει αυτό στην πράξη;
Απ.: Όχι ακριβώς. Μια κυβέρνηση μπορεί να εκκινήσει τη διαδικασία, εφόσον διαθέτει επαρκή κοινοβουλευτική δύναμη ή μπορεί να συνεννοηθεί με άλλα κόμματα. Όμως το Σύνταγμα deliberately επιβάλλει καθυστερήσεις και δεύτερη κοινοβουλευτική φάση ώστε να μην αλλάζει εύκολα ο θεσμικός πυρήνας του πολιτεύματος. Επομένως, ναι μεν η κυβέρνηση και η Βουλή έχουν την ευθύνη και τη δυνατότητα, αλλά το χρονοδιάγραμμα είναι δεδομένο και δεν μπορεί να συμπτυχθεί.
Ερ.: Με βάση τα σημερινά δεδομένα, πόσος χρόνος θα απαιτείτο για μια τέτοια αναθεώρηση;
Απ.: Ακόμη και στην ταχύτερη εκδοχή, μιλάμε για μια διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει από ενάμιση έως και τρία χρόνια, ανάλογα με τον πολιτικό κύκλο και την πρόθεση για εκλογές. Η πρώτη Βουλή πρέπει να ολοκληρώσει την προπαρασκευαστική της φάση πριν διαλυθεί, και η δεύτερη να ολοκληρώσει την αναθεώρηση. Εάν υπάρξουν ενδιάμεσα πολιτικές εξελίξεις, η διαδικασία μπορεί να παραταθεί. Άρα, ο χρόνος είναι παράγοντας που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Ερ.: Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι ευρωπαϊκές πιέσεις θα μπορούσαν να επιταχύνουν τις διαδικασίες. Είναι ρεαλιστικό αυτό;
Απ.: Οι ευρωπαϊκές απόψεις, όπως της κ. Κοβέσι, μπορεί να ασκούν πολιτικό βάρος ή να ενισχύουν τον δημόσιο προβληματισμό. Ωστόσο, δεν υποκαθιστούν τις εσωτερικές θεσμικές διαδικασίες. Η Ελλάδα έχει την κυριαρχία να αποφασίσει πώς και πότε θα αλλάξει το Σύνταγμά της. Η επιτάχυνση μπορεί να συμβεί μόνο αν υπάρξει ξεκάθαρη και συναινετική πολιτική βούληση. Χωρίς αυτήν, κάθε εξωτερική πίεση μένει σε επίπεδο συζήτησης.
Ερ.: Άρα, το κρίσιμο στοιχείο είναι η πολιτική βούληση;
Απ.: Ακριβώς. Η συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι ζήτημα τεχνικό, αλλά βαθιά πολιτικό. Αν τα κόμματα συμφωνήσουν ότι το άρθρο 86 πρέπει να επαναδιατυπωθεί ή να τροποποιηθεί, τότε υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο για να γίνει. Αν όχι, το θέμα παραμένει στο επίπεδο της θεωρητικής συζήτησης ή της μελλοντικής προοπτικής. Το ίδιο ισχύει για κάθε συνταγματική αλλαγή: η ύπαρξη βούλησης και συναίνεσης είναι απαραίτητες προϋποθέσεις.
Πηγή : EnaNews/Επιμέλεια : ΚΓΜ