
Καμήλες και Ντιβιτζήδες από τους Ανατολικορωμυλιώτες Κομοτηνής
Το δρώμενο Καμήλες και Ντιβιτζήδες (καμηλιέρηδες), όπως ονομάζεται, είναι ένα από τα πιο γνωστά πρωτοχρονιάτικα έθιμα της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Οι ντιβιτζήδες ντύνονται με προβιές και φορούν στο κεφάλι το καούκι που είναι καπέλο και μάσκα μαζί, είναι φτιαγμένο από «κιτσιά» (αρνίσιο μαλλί), στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον ξορκισμό των πνευμάτων) και πολύχρωμες κορδέλες.
Στη μέση και τα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή τσακώνονται. Στα χέρια κρατούν το «τοπούζ’» (ξύλινο ρόπαλο) το οποίο χτυπούνε χάμω εκβιάζοντας, κατά κάποιον τρόπο, τη γονιμότητα της γης.
Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με «τσόλι» (υφαντό από τραγίσιο μαλλί), με έναν μακρόστενο λαιμό από προβιά, όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (τούτσα). Ο θόρυβος των κουδουνιών, καθώς η καμήλα κουνιέται, συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη.
Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μη γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Οι ντιβιτζήδες, η καμήλα, ο γκαϊντατζής ή ο φιουρτζής (παίζει φλογέρα) συνοδεύουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τις σάρτες (χορωδίες) από σπίτι σε σπίτι.
Οι νοικοκύρηδες, αφού ακούσουν τα τραγούδια και τα παινέματά τους, κερνούν όλους και δίνουν κάποιο φιλοδώρημα. Πολλές φορές η καμήλα πέφτει κάτω και κάνει την άρρωστη, και σηκώνεται μόλις βγει το κέρασμα.
Όπως κάθε αγερμός έχει σαν στόχο την ανταλλαγή ευχών για «καλοχρονιά», γονιμότητα και υγεία, ενώ εικάζεται ότι η καμήλα συνδέεται με την αφθονία.
Υπάρχει πάντα και η προφανής απάντηση ότι το πλούσιο εμπόριο ερχόταν στη Θράκη από το Βυζάντιο και την Ανατολή με καμήλες, γι’ αυτό και οι νέοι έμαθαν να συλλέγουν τα συμβολικά «δώρα» του αγερμού τους με αυτό το υπομονετικό ζώο. Ή, αντίθετα, ότι αφού ο κίνδυνος της επιδρομής κατέφθανε στην Ευρώπη από την Ανατολή και την Οθωμανική Αυτοκρατορία με καμήλες, οι Βαλκάνιοι ξόρκισαν τους φόβους τους με μια «μαγική» ιεροπραξία που αντικαθιστούσε το αρνητικό με το θετικό