
Ο Άγιος Νεκτάριος υμνολογεί τον Ιησού Χριστό ως την αυτοπηγή του εν Θεού αγάπης
Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός, κ.Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Στο υπό τον τίτλο: «Ύμνος εις το θείον όνομα Σωτήρος Χριστού»
έμμετρο ποίημα του Αγίου Νεκταρίου, το οποίο αποτελείται από ένδεκα
τετράστιχες στροφές και η κάθε μία εξ αυτών άρχεται με το όνομα του
Ιησού, ο Θεοφόρος Πατήρ της Εκκλησίας με γλαφυρό και παραστατικό
λόγο και μάλιστα με έντονο λυρισμό που συνεπαίρνει τον μελετητή και
εν γένει αναγνώστη, εκφράζει στον απόλυτο βαθμό από τα μύχια της
όλης υπάρξεώς του και του της «ψυχής του ταμείον», την ακλόνητη
πίστη, την αμετάθετη ελπίδα και την ένθεη αγάπη του στο Θεανδρικό
πρόσωπο του Ναζωραίου Ιησού Χριστού χωρίς τον οποίο η αληθής
πίστη, η αληθής ελπίδα και η αληθής αγάπη δεν νοούνται και δεν
υφίστανται. Είναι δε τόσο διαπεραστικό το προσωπικό ύφος με το οποίο
απευθύνεται προς τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, αποκαλώντας πολλάκις
Αυτόν ως «Ιησού μου», ώστε ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ακούει
«ιδίοις ωσίν» αυτόν τούτον ζώντα τον Άγιο Νεκτάριο, θείω έρωτι και εξ
ενθέου αγάπης λαλούντα και βοώντα μετά παρρησίας, να απαγγέλει
«ευφραινομένοις αυτού χείλεσι» το ποίημά του κατά πρόσωπον προς τον
όντως αεί ζώντα και ενώπιον αυτού ιστάμενο Σωτήρα και Κύριο Ιησού
Χριστό:
«Ιησού μου γλυκεία αγάπη
Ιησού ως γλυκύ τ’ όνομά Σου
Υπέρ μέλι εστί και κηρίον
εν τη γλώσση και τω λάρυγγί μου.
Ιησού της καρδίας μου έρως
της ψυχής της εμής θυμηδία
Ιησού του νοός φωταυγεία
Ιησού μου αγάπη η θεία.
Ιησού μου η θεία ειρήνη
της ψυχής της εμής η γαλήνη
Ιησού η ζωή της ψυχής μου
η ισχύς της εμής διανοίας.
Ιησού το ουράνιον μάννα
η τροφή η ζωή μοι διδούσα
η πηγή και το ζείδωρον ύδωρ
αϊδίως ημίν εκκινούσα.
Ιησού η αλήθεια πέλεις
η οδός, η ζωή, η πνοή μου
η εμή ποθητή ευφροσύνη
η αγάπη, χαρά και ειρήνη.
Ιησού το πλήρωμα πέλεις
της καρδίας της Σε αγαθωσύνης
της ψυχής της θερμώς λατρευούσης
της ποθούσης και Σε εκζητούσης.
Ιησού μυστική θεωρία
η μυούσα τοις μύσταις τα θεία
Ιησού Μυστηρίων η θύρα
Ιησού των πιστών η σοφία.
Ιησού μου Χριστέ τ’ όνομά Σου
υπέρ παν όνομα εστί το πάντων
ουρανίων τε και επιγείων
και παν γόνυ Αυτώ επικλίνει.
Ιησού μου η ανάπλασις πέλεις
η αΐδιος μακαριότης
των ψυχών των πιστών η λαμπρότης
η ακήρατος τε ωραιότης.
Ιησού των Αγγέλων το φάος
Ιησού Αποστόλων η δόξα
Προφητών και Μαρτύρων το κλέος
και Αγίων απάντων το χάρμα.
Ιησού μου ο άφθιτος πλούτος
Ιησού μου το θείον μου φέγγος
Ιησού μου εμή σωτηρία
Ιησού μου αγάπη γλυκεία».
Ακατάλυτη, ακατάβλητη και ανίκητη είναι η πνευματική αγάπη και
στην επίγεια και στην αιώνια ζωή διότι, όπως μετά πάσης βεβαιότητος
διδάσκει ο Άγιος Νεκτάριος, «αληθώς η πνευματική αγάπη πόλις εστίν
οχυρά, ου δυναμένη καταγωνισθήναι ουδέ πολιορκηθήναι υπό του
Διαβόλου, ούτε υπορυγαίς, ούτε υπερβάσεσιν. Ουδέ γαρ είκει ταις
ελεπόλεσι του σατανά, διά το παρά του Δεσπότου Χριστού
φυλάττεσθαι». Τέτοια είναι η δύναμη της αγάπης, ώστε «παρρησίαν
δίδωσιν εν τη ημέρα της κρίσεως» και ο Άγιος Νεκτάριος, ως άλλος
Απόστολος Παύλος, επιποθώντας να εξυμνήσει μετά παρρησίας την
αΐδια αγάπη πλέκει στην θεολογική μελέτη του «Το γνώθι σαυτόν» και
στο κεφάλαιο «Περί αγάπης», με τον πλέον αριστοτεχνικό λόγο, τον
«Ύμνον εις την Αγάπην», γράφων: «Αγάπη, το εξαίρετον αγαθόν, το
υπέρτατον γνώρισμα των του Χριστού μαθητών. Η αγάπη τον
Χριστιανόν χαρακτηρίζει και αύτη των σημείων απάντων μείζων. Αύτη
γαρ και των άλλων εντολών εστί φύλαξ και συνεργός. Και ώσπερ αι
ιμαντίαι (τα δεσίματα) τας οικοδομάς συνέχουσιν, ούτως αύτη την
τελειότητα προξενεί, και συνάπτει τα μέλη του σώματος. Πάντα εκείνα
αύτη συσφίγγει παρούσα, απούσης δε διαλύονται ή ελέγχονται
υπόκρισις όντα και ουδέν. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει, τουτέστιν
ουδέποτε αστοχεί, αλλά πάντα κατορθοί, ή, ο κρείττον αντί τούτου, ου
διαλύεται, ου διακόπτεται, ουδέποτε παύεται, αλλά και εν τω μέλλοντι
αιώνι μένει, των άλλων απάντων καταργουμένων. Ου διασφάλλεται,
αλλ’ αεί μένει, βεβαία και ασάλευτος, και ακίνητος εσαεί διαμένουσα.
Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει, καν στασιάζωσιν άλλοι, καν χαίρωσι
μάχαις, καν τα πρώτα ζητώσι, καν φθόνος αυτούς ανερεθίζη, καν
χειρών άρχωσιν αδίκων, καν τα άνω στρέφωσι κάτω, ουδέποτε η
αγάπη της οικείας έδρας και αρετής εκπίπτει».
