ΤΟ ΕΝΥΠΝΙΟ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

ΤΟ ΕΝΥΠΝΙΟ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

ΤΟ ΕΝΥΠΝΙΟ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ                                     

Π ρ ο ο ί μ ι ο :                                  

Το ποίημα γράφτηκε την χρονιά που γιορτάζαμε την 200η  επέτειο της Επανάστασης του σκλαβωμένου Έθνους μας. Το  έτος 2021.

Τη χρονιά εκείνη ήρθαν στο νου μας τα μεγάλα  κ α τ ο ρ θ ώ μ α τ α  των  Η ρ ώ ω ν  μας , αλλά και η μελανές σελίδες της Ιστορίας μας.

Μία από αυτές , τις μελανές σελίδες, είναι και η δολοφονία του μεγάλου , του ανεπανάληπτου, του  δυσθεώρητου  πρώτου Κυβερνήτη της απελευθερωμένης Ελλάδος , του Ιωάννη Καποδίστρια.

Και ενώ θα έπρεπε με την ευκαιρία να ρίξουμε  ο ρ ι σ τ ι κ ά  στα τάρταρα την  δ ο λ ε ρ ή   δ ι χ ό ν ο ι α , κάποιοι  α  λ λ ο π α ρ μ έ ν ο ι , με το αρρωστημένο τους μυαλό , διέστρεψαν  τα γεγονότα και την σημασία τους.

Από τους αλλόκοτους θορύβους των  β ι ο λ ι ώ ν  αυτών των αλλοπαρμένων , αναστατώθηκαν οι ψυχές των  Η ρ ώ ω ν και αποφάσισαν , αφού πάρουν την πρότερα  φυσική τους υπόσταση, να έρθουν στην σύγχρονη Ελλάδα , για να δουν  με τα δικά τους τα μάτια τα αποτελέσματα της δικής τους θυσίας.

Μεταξύ αυτών και ο πρώτιστος των Ηρώων , ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Πήγε , λοιπόν, στον τόπο της θυσίας και………… 

Το   π ο ι ή μ α :                                   

                     Έπειτα από διακόσια χρόνια

                    αναμονής  και υπομονής,

                    μάζεψε τα κομμάτια του,

                    που είχανε σκορπιστεί,

                     στου Αη Σπυρίδωνα

                   τ’ Αναπλιού το σκαλοπάτια , 

                    στάθηκε   στα πόδια του,

                    όρθωσε το κορμί του

                   και ευθύς ξεκίνησε,

                    γοργά κι’ ανάλαφρα,

                   στου κάστρου ν’ ανέβη

                   την πιο ψηλή κορφή.

                                 –

                    Διάλεξε  θέση βολική

                    και έβαλε το χέρι αντιήλιαγα,

                    ελπίζοντας να δει

                    την νύφη την πεντάμορφη,

                   που είχε ερωτευτεί,

                    πριν φύγει απ’ την ζωή,

                   απ’ του φονιά, του μοχθηρού,

                    το κοφτερό σπαθί.

                                    –

                     Μια σκιά στο πέλαγος,

                     στ’ αγριεμένα  κύματα

                      μονάχη της παλεύει,

                     ντυμένη μεσ’  τα τσάτζαλα,

                     με  ράκη φορτωμένη.

                                         –                     

                       Μπροστά στ’ απαίσιο θέαμα,

                       η αετίσια του ματιά θολώνει ..

                                           –

                       Και η σκιά του λέει:

                                                 –                 

                        Δεν με νογάς αγάπη  μου,

                       δεν με αναγνωρίζεις ;

                        Τον ερωτά μας τον ξεχνάς ,

                        την πόθου  το μεθύσι ;

                                             –

                        Με του χεριού τ’ ανάστροφο,

                         το δάκρυ του σκουπίζει.

                                               –

                         Το βλέμμα της το διαπεραστικό,

                         της φωνής της η μελωδική ηχώ,

                        και πάνω απ’ όλα

                        το κοφτερό της μυαλό

                        δεν αφήνουν δισταγμό,

                        ότι είναι εκείνη.                              

                                   –

                         Ν α ι  !!!

                                    –

                       Είν’ η λυγερή, η πεντάμορφη ,

                        η   Ε Λ Λ Α Δ Α  που λαχτάρισε,

                          και που  για χάρη της

                         όλα τα ‘δωσε,

                        ακόμα και  την ζωή του.

                                         –

                       Σκύβει ευθύς και την φιλά,

                       στο πρόσωπο με πάθος.

                      Στο πρόσωπο πού ΄ναι  ροδαλό,

                      παρόλα τα βάσανά της.

                      Τα βάσανα που της φόρτωσαν

                      η πολύχρονη σκλαβιά

                       και τα βδελλο-ειδή, τα τότε

                      και τα κατοπινά,  λαμόγια.

                                  –

                     Τούτος , ο αναβιωμένος  έρωτας

                     σοκάρισε  των σύγχρονων ΄΄ κοτζαμπάσηδων΄΄

                      τ’  αμαρτωλό σινάφι.

                     Με ύβρεις και  ψευτιές,

                     στα μουλωχτά  κι’  αναίσχυντα,

                     χτυπούν αλύπητα

                     την άσπιλη  τιμή του.

                                                   –

                     Και εκείνος ανεξίκακος ,

                     ξαναφιλά την ερωμένη του,

                     την  ΕΛΛΑΔΑ την πονεμένη ,

                     και αντί για παρηγοριά

                     σοφά  τη συμβουλεύει:

                                          –

                     ΄΄ Μη  παύσεις  ν’ αγωνίζεσαι,

                      τα ράκη που σου φόρτωσαν

                      το γρηγορότερο ν’ αποβάλεις          

                     και με του Χριστού την Πίστη την Αγία,

                     της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι

                     της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει΄΄

                                                  –

                  Και σαν την είδε   γ ε λ α σ τ ή ,

                    η καρδιά του σκίρτησε,

                    πιστεύοντας πως θα ’ρθει  ‘μέρα να τη δει

                   νυφούλα  όμορφη, νυφούλα  λ α μ π ε ρ ή.

                                       –

                      Και αγκαλιάζοντάς την για στερνή φορά

                      και δίνοντάς της αμέτρητα φιλιά,

                       σαν αστραπή έσκισε τον αιθέρα,

                      για να γυρίσει πάλι εκεί,

                      στης Ιστορίας την αγκαλιά,

                      στων  α θ α ν ά τ ω ν  την πιο ψηλή κορφή,

                       σε ειδικό για  ΄΄ η μ ι θ έ ο υ ς΄΄   θρόνο.

                                               Ή

                      Και αγκαλιάζοντάς την για στερνή φορά

                      και δίνοντάς της αμέτρητα φιλιά,

                       σαν αστραπή έσκισε τον αγέρα

                       για να γυρίσει πάλι εκεί

                      στης Ιστορίας την αγκαλιά ,

                        σε  ειδικό για  ΄΄ η μ ι θ έ ο υ ς΄΄  θρόνο.

                                             —————–

Κωνσταντίνος Κοτσίρος

( Ο καταγράψας την επίσκεψη,

τα βήματα και την προσδοκία

του μέγιστου των ηρώων

της Ελληνικής επανάστασης)

Υ.Γ.

Την 27η Σεπτεμβρίου συμπληρώθηκαν 194 έτη από την ημέρα που συνέβη το θλιβερό  γεγονός, δηλαδή η δολοφονία του Καποδίστρια.

Επειδή πρέπει να τιμούμε του ήρωες για την προσφορά των , αλλά και να τους προβάλλουμε ως πρότυπα προς μίμηση , κυρίως στην νεολαία μας που βολοδέρνει μέσα στην θολοκολτούρα που την κατακλύζει, θεώρησα σωστό να σας αποστείλω το ως άνω πόνημά μου   και θα ήμουν ευτυχής αν μπορούσατε να το προβάλλετε με την έγκριτη εφημερίδα σας (με το προοίμιό του, εάν είναι τούτο δυνατόν), την ημέρα της δολοφονία ή εάν εφημερίδα σας δεν εκδίδεται τον ημέρα αυτή σε κάποια από τις προηγούμενες ημέρες.

Βέβαια , ελπίζω ότι η πλήρης αποκατάσταση του ήρωα μας θα επέλθει με την προβολή της ταινίας που ετοιμάζεται από τον ευφυή και  αριστοτέχνη του είδους, ΑΞΙΟΤΙΜΟ ΚΥΡΙΟ (με κεφαλαία) Γιάννη Σμαραγδή, που θα προβληθεί τα Χριστούγεννα που μας έρχονται.

Κομοτηνή, 11 Σεπτεμβρίου 2025

Με εκτίμηση

Κωνσταντίνος Κοτσίρος.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Μοιραστείτε τό