«Βρε, πού πάμε ;»

«Βρε, πού πάμε ;»

«Βρε, πού πάμε;»

«Βρε, πού πάμε; Βρε, πού πάμε;», αναφωνεί ο Ζάχος στην Ωραία των Αθηνών! Πόσο επίκαιρη η ατάκα του, ενώ αν θυμηθούμε στίχους τραγουδιού του Μπιθικωτσί… «Βρε πως χάλασε πως χάλασε η πλάση, τα καλά τα καλά τα χρόνια πάνε. Το κεφάλι το κεφάλι μου θα σπάσει, σε κατήφορο κατήφορο τραβάμε». Αλήθεια; Πού πάμε; Για τον Ποπολάρο, δεν πάμε δα και κατά διαόλου. Αυτό που βλέπουμε, στα κανάλια της επαρχίας των Αθηνών και ιδιοκτησίας κοτζαμπάσηδων, δεν είναι προφανώς η αλήθεια για την ελληνική κοινωνία. Εντάξει, δεν πάμε και τόσο καλά, ούτε από παιδεία, ούτε στην οικονομία, ούτε και από πολιτική. Αλλά και σε παλιότερες εποχές, δεν ήμασταν και ιδεατή κοινωνία, ούτε και υπάρχει ιδανικός κόσμος. Ωστόσο, στην Ελλάδα, εδώ και αρκετά χρόνια, έντονα προωθείται το «πρότυπο της βίζιτας», αρσενικής και θηλυκής. Και μη μου πείτε πως δεν το βλέπετε… Παντού υπάρχει και κυρίως στο τηλεοπτικό γυαλί. Ο στόχος; Προφανώς για να απενοχοποιηθεί το συγκεκριμένο πρότυπο, να μας φαίνεται οικείο, κάτι που συμβαίνει παντού και σε κάθε περίπτωση, δεν είναι και κακό αφού όσοι-όσες το υιοθετούν, πάνε μπροστά. Και είναι μεν ισχνή μειοψηφία, αλλά έχοντας πιάσει πολλά πόστα, στην αλήθεια τους τα έδωσαν, μπαίνουν σε κάθε σπίτι, μας χαμογελούν, ή πιο σωστά, χασκογελούν, προσπαθούν εναγωνίως να μας πείσουν πως έτσι είναι η ζωή. Αμ δε, έτσι, για αυτούς, είναι μόνο στην ελλαδάρα των κοτζαμπάσηδων, πουθενά αλλού δεν θα είχαν ευκαιρία επιβίωσης και πλουτισμού. Χωρίς ταλέντο, χωρίς ικανότητες, χωρίς σκληρή δουλειά, πουθενά αλλού δεν γίνεσαι …διάσημος. Αλλά εδώ είναι …Βαλκάνια. Απέναντι σε αυτούς τους ολίγους που όμως κάνουν πολύ θόρυβο, υπάρχουν τα εκατομμύρια των ελλήνων που ξυπνούν πρωί, τσακίζονται στην δουλειά καθημερινά, στο εργοστάσιο, στο γραφείο, στο χωράφι, στον καλλιτεχνικό στίβο, στην αληθινή κοινωνία. Των άλλων του πρότυπου, είναι μια επίπλαστη κοινωνία, οποία δεν μπορεί, κάποτε θα φάει τα μούτρα της κάνοντας πάταγο. Γιατί, αν δεν τα φάει τα μούτρα της αυτή, θα τα φάει η χώρα όλη. Άλλωστε, επίπλαστο στην Ωραία των Αθηνών, ήταν και το «Πνεύμα και ηθική» που πρέσβευε ο ρόλος του Αυλωνίτη, καθώς ούτε «πνεύμα» ούτε «ηθική» διέκριναν τον χαρακτήρα του Ζάχου.

Φοβούνται στο «πράσινο ρεύμα» στην Περιφέρεια;

Λοιπόν, η αγανάκτηση πάει σύννεφο με τα αρρύθμιστα φανάρια στην είσοδο-έξοδο προς/από Αλεξανδρούπολη. Ο περιφερειάρχης όταν πάει στον Έβρο, τον παράδρομο χρησιμοποιεί, ή το κόβει από πάνω μέσω Δερείου; Έτσι όπως πάει η κατάσταση, θα μας κάνει να υποθέσουμε, αλληγορικά, ότι τρέμει το «πράσινο ρεύμα» πολιτικά, όπως αυτό εκφράζεται από το ΚΙΝΑΛ/ΠαΣοΚ και πάει να σαρώσει στην Ροδόπη. Αν είναι έτσι, ας τα ρυθμίσει τα φανάρια και να αλλάξει τους λαμπτήρες ώστε να βγάζουν λαχανί φως. Ή έστω κυπαρισσί, αν και ως σκουρόχρωμο δεν θα είναι διακριτό. Πάντως, αν θέλει να δώσει και καλλιτεχνική νότα, ας προτιμήσει το πράσινο Βερονέζε, μια πλούσια, φωτεινή απόχρωση του κυανού-πράσινου, που πήρε το όνομά της από τον Αναγεννησιακό ζωγράφο Paolo Veronese. Λύσεις υπάρχουν…

«it ain’t over till the fat lady sings»

The final outcome cannot be assumed or determined until a given situation, event, etc., is completely finished. (“Ain’t” is a colloquial contraction of “is not.”) The phrase refers to the stereotypically stout female sopranos of the opera, particularly the Valkyrie Brünnhilde, whose aria concludes Richard Wagner’s opera cycle Der Ring des Nibelungen. It is often used in reference to organized competitions, such as sporting events, political elections, etc. The first recorded use of the phrase “it’s not over till the fat lady sings” is believed to be from Ralph Carpenter in the newspaper Dallas Morning News, March 1976. To give context for the following quote, a basketball game was being played and the score was tied. Commenting on the game, Carpenter stated: “The opera ain’t over until the fat lady sings.” Και να πεις πως δεν έπαιξε όπερα στο Μέγαρο Μουσικής… Και μάλιστα από την ΜΕΤ…

 

Χιλιάδες κάθε μέρα «τουριστικές διανυκτερεύσεις»

Ε, ανοίγει ο καιρός, καλοκαιράκι έρχεται και ο κορώνα φεύγει, την ξεκινήσαμε πάλι την συζήτηση για τον τουρισμό. Καλό είναι να ερωτηθούμε πρώτα, τον θέλουμε τον τουρισμό; Καθότι, άντε τώρα να μαθαίνουμε ξένες γλώσσες, να αλλάζουμε καταλόγους, να τυπώνουμε φυλλάδια, να τρέχουμε σε τουριστικές εκθέσεις, όταν καθημερινά έχουμε χιλιάδες διανυκτερεύσεις μέσω της παρουσίας φοιτητών. Άλλωστε, όλη η οικονομία της πόλης, πάνω και για τους φοιτητές χτίστηκε, είναι ώρα για πειραματισμούς;

Τι τραβάμε και μείς οι δημοσιογράφοι…

Πάντως, για να εξηγηθούμε, οι δημοσιογράφοι δεν είναι εκπαιδευτικοί, δεν μαθαίνουν στον κόσμο γράμματα, αλλά, τον ενημερώνουν, ενίοτε σχολιάζουν και την επικαιρότητα. Τώρα, προφανώς υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δημοσιογράφων.

Έχουμε τους ανάλαφρους δημοσιογράφους, τους πανελίστες, τα τζουκ μποξ, τους αμετανόητους που συνεχίζουν να ασκούν κριτική στους πολιτικούς, δημοσιογράφους-μοντέλα, τον κινηματογραφικό Νίκο Αυγέρη της «Η ζούγκλα των πόλεων», τον Αυτιά… Ο καθένας, κάνει ότι μπορεί. Το παλεύει, με τα άγρια θηρία, και ο Ποπολάρος. Στις ιντερνετικές αναρτήσεις, δεν επιδιώκει τα like, άλλωστε, δύσκολα να τα κάνεις όταν τα βλέπουν και οι κρινόμενοι πολιτικοί, δίνει ωστόσο και θετικά στοιχεία αντιπροσφοράς, για να είναι εποικοδομητική η κριτική. Από την πλευρά τους οι πολιτικοί, θα πρέπει να έχουν γερό στομάχι, να αντέχουν στις κακουχίες της πολιτικής. Άλλωστε, εθελοντές είναι, δεν τους βάλαμε στις καρέκλες με το ζόρι…

 

Ούτε Ιφιγένεια να ήταν οι Απόκριες

Πόσο επιστημονικό το αναπαραγόμενο από ακαταδίωκτους «ειδικούς» και πολιτικούς της πλάκας, το «να θυσιάσουμε τις Απόκριες για να σώσουμε το Πάσχα». Πρώτον και πέρυσι έτσι λέγαμε και μετά, θυσιάσαμε το Πάσχα για να σώσουμε το καλοκαίρι. Δεύτερον, τους ρώτησαν τους Ξανθιώτες; Γιατί αν τους είχαν ρωτήσει, η απάντηση μάλλον θα ήταν, ας σώσουμε τις Απόκριες και ας θυσιαστεί το Πάσχα. Όσο για το καλοκαίρι, εμείς γινόμαστε τουρίστες και δεν αναμένουμε τουρίστες να έρθουν στην περιοχή μας. Επιπλέον για το καλοκαίρι, τον κορώνα έχει αναλάβει να τον μαρκάρει ο Κικίλιας και θα τον σβήσει, όπως τότε που «έπιανε» τον …Γκάλη.

Αν τα διαβάζετε, δεν πάτησαν τα κουμπιά

Εντωμεταξύ, γράφει ο Ποπολάρος, αλλά μέχρι σήμερα που κυκλοφορεί η ΘΑ, θα ζείτε να τα διαβάσετε ή θα μας έχουν θάψει τα πυρηνικά από τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο που θα ξεκινήσει ο Πούτιν εισβάλοντας στην Ουκρανία; Δουλίτσα έκαναν και τα ελληνικά ΜΜΕ, λες και ήταν στο μυαλό του Βλαδίμηρου, «αποκαλύπτοντας» από πού θα κάνει το ντου, πως θα αμυνθούν τα νήπια στην Ουκρανία και οι νεαρές εθελόντριες, αλλά ούτε λόγος για τον ναζί χαρακτήρα των καλών παιδιών της Δύσης. Άσε που όλες οι εξελίξεις συνέβαιναν λίγο πριν ξεκινήσουν τα δελτία και ας είχαν γίνει πριν 5-10 ώρες. Όπως πριν χρόνια στην Αλβανία που για τα ελληνικά ΜΜΕ, μια εξέγερση 24 ωρών, κράτησε μια βδομάδα και όλως τυχαίως στην ώρα του κάθε δελτίου, έπεφταν μπαλωθιές, σαν σε κρητικό γάμο. Α και αν τελικά επιζήσαμε, να τον τιμωρήσουν τον Πούτιν με σκληρά αντίποινα οι Δυτικοί, επειδή δεν …εισέβαλε.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Μοιραστείτε τό