Εκατό χρόνια, από τη φρίκη της εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης !!!
Εκατό χρόνια, από τη φρίκη της εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης !!!
*Μακρά Γέφυρα: Ελληνικά στρατεύματα εκκενώνουν την περιοχή, το 1922,
*’Ενα χρονικό πόνου και οδύνης του Ελληνισμού της Θράκης
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Την Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018, σε μια ομιλία μου στην Νέα Ορεστιάδα* με θέμα «Η δραματική εκκένωση της Ανατολικής Θράκης το 1922- Μια αφήγηση, ένας λυγμός, μια διεθνής ατιμία» είχα τονίσει ότι ερευνώντας το θέμα μου, διαπίστωσα ότι στα κείμενα των ανταποκρίσεων των ελληνικών εφημερίδων, πολύ συχνά γίνονταν χρήση της λέξης φρίκη και παραγώγων της. Φρικώδης, Φρικαλέα, Φρικίασις, Φρικιαστικό… Πράγματι η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης και η παράδοσή της στους Τούρκους, που δεν πολέμησαν για να την πάρουν, ούτε είχαν πολεμήσει το 1920 για να μην την πάρουν οι Έλληνες, υπήρξε φρικτή, δραματική, οδυνηρή, γεμάτη πόνο και δάκρυ. Μια πληγή, που στην μνήμη των Θρακών δεν θα σβήσει ποτέ.
Σήμερα, με βάση νέα στοιχεία, επανέρχομαι στο θέμα αυτό, τιμώντας τη μνήμη όσων τα οστά έμειναν θαμμένα εσαεί στην πατρογονική γη, όσων έχασαν τη ζωή τους κατά τις δραματικές στιγμές της εκκένωσης και τη μνήμη της πρώτης εκείνης γενιάς των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης, που έφτασαν τσακισμένοι στην ελεύθερη Ελλάδα, και άρχισαν τη ζωή τους από το μηδέν.
Όλοι γνωρίζουμε σήμερα, ότι το μεγάλο κακό άρχισε από τα Μουδανιά. Μια ελληνική πόλη και αυτή της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, στα δεξιά του Κόλπου της Νικομήδειας, ΝΑ του Βοσπόρου στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Η διάσκεψη των στρατηγών των Συμμαχικών Δυνάμεων στα Μουδανιά, στις 28 Σεπτεμβρίου 1922, με την Ελλάδα απούσα, είχε προδιαγράψει την τύχη της Ανατολικής Θράκης: Παραχώρηση στους Τούρκους, που δεν πολέμησαν καθόλου, όταν την απελευθέρωσαν οι Έλληνες τον Ιούλιο του 1920. Ούτε πολέμησαν για να την ανακαταλάβουν. Και τώρα οι Ευρωπαίοι την πρόσφεραν «στο πιάτο», στον Μουσταφά Κεμάλ. Το κλίμα στην ελληνική πρωτεύουσα, δεν ήταν καλό πλέον.
Η Αθήνα ζούσε σε καθεστώς αλλοφροσύνης. Είχε προηγηθεί η Μικρασιατική Καταστροφή στα τέλη Αυγούστου 1922. Είχε εκραγεί η επανάσταση των Γονατά- Πλαστήρα. Η χώρα πλημμύρισε από τους δυστυχείς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Οι επαναστάτες ετοιμάζονταν να δικάσουν τους υπαίτιους της τρομερής ήττας. Τα πάθη που προκάλεσε ο Εθνικός Διχασμός και η μεγάλη Καταστροφή, ήταν εξημμένα.
Αρχίζει η εκκένωση και ο πόνος…
Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης θα άρχιζε στης 3 Οκτωβρίου, όπως είχαν συμφωνήσει οι στρατηγοί στα Μουδανιά. Στη Ραιδεστό, είχαν σταλεί πολλά ατμόπλοια για να παραλάβουν πρόσφυγες, γιατί εκεί, υπήρχαν πέραν του εντόπιου πληθυσμού και πολλοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που κατέφυγαν εκεί για να γλιτώσουν τις σφαγές και τώρα έπρεπε να γίνουν και πάλι πρόσφυγες. Από τις περιοχές της Αδριανούπολης, του Αρτίσκου, της Αρκαδιούπολης και των Σαράντα Εκκλησιών, οι πρόσφυγες θα κατευθύνονταν δυτικά για να περάσουν τον ποταμό Έβρο και να καταφύγουν στη Δυτική Θράκη. ΟΙ δυσκολίες ήταν αμέτρητες. Από την πρώτη μέρα της εκκένωση ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ Αρχηγός της Στρατιάς Θράκης, τηλεγραφούσε ότι άτακτοι Τούρκοι άρχισαν να προσβάλουν πορείες προσφύγων («Πατρίς 5 Οκτωβρίου 1922).
Βάσει της συνθήκης των Μουδανιών για να μην έρθουν σε άμεση επαφή στην Ανατολική Θράκη ο Ελληνικός και ο Τουρκικός Στρατός, συμμαχικές δυνάμεις θα καταλάμβαναν τις εκκενούμενες περιοχές. Ιταλικά στρατεύματα θα αναπτύσσονταν στην περιοχή της Τυρολόης. Γαλλικά στρατεύματα θα καταλάμβαναν τις Σαράντα Εκκλησίες και την Αδριανούπολη. Αγγλικά στρατεύματα βάδισαν προς την Κεσσάνη και τη Ραιδεστό.
Ο τρόμος πλανιόταν επάνω από την Ανατολική Θράκη, η οποία καθημερινώς άδειαζε, από τον γηγενή ελληνικό πληθυσμό…
Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, δεν ήταν εύκολη υπόθεση, με πολλές χιλιάδες πρόσφυγες και έλλειψη τροχαίου υλικού. Ξαφνικά η εταιρεία των σιδηροδρόμων που ανήκε σε γαλλικά συμφέροντα, σταμάτησε να διαθέτει επαρκείς συρμούς και ζήτησε να εξοφληθεί ένα χρέος της Ελλάδας ύψους 800.000 τουρκικών λιρών. Η ελληνική κυβέρνηση ήταν διατεθειμένη να ρυθμίσει το χρέος καταβάλλοντας το ¼ των οφειλομένων.
Τρόμος από τις πρώτες μέρες
Από τις πρώτες μέρες της εκκένωσης εμφανίσθηκαν Τσέτες οργανωμένοι σε εγκληματικές συμμορίες, οι οποίοι πραγματοποιούσαν επιθέσεις εναντίον των προσφύγων, που έφευγαν για να σωθούν. Στο χωριό Οκλαλή της Σηλυβρίας απήγαγαν οχτώ νεάνιδες!!! Στις Μέτρες απαγχόνισαν τον πρόκριτο Βαλάσογλου και ανασκολόπισαν επί πασάλου τον πρόκριτο γιατρό Χουρμουζιάδη, γιο του καθηγητή Χουρμουζιάδη.
Στις 6 Οκτωβρίου οι εφημερίδες έγραφαν ότι στις 4 και 5 του μηνός έπεφτε ραγδαία βροχή με δυνατούς κεραυνούς. Θαρρείς πως συνωμοτούσαν Θεοί και Δαίμονες εναντίον ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Και την επομένη ανέφεραν ότι ο κόσμος έφευγε πανικόβλητος «οι δε δρόμοι της Θράκης είναι πλήρεις σπασμένων κάρων και σκορπισμένων σιτηρών».
Στις 7 Οκτωβρίου 1922 η εφημερίδα «Πατρίς» έγραφε:
«Υπό βροχήν και ψύχος, υπό στερήσεις ευνοήτους, άγρυπνοι και νήστεις σχεδόν οδεύουν επί εδάφους βορβορώδους. Ο λαός της Θράκης οδεύει προς τον εθνικόν του Γολγοθάν. Φωναί και οιμωγαί και οδυρμοί».
Ο Γενικός διοικητής Θράκης υποστράτηγος Γεώργιος Κατεχάκης ενημέρωσε το υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα και τη Διασυμμαχική Επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη για τα δραματικά γεγονότα, που σημειώθηκαν στην Ανατολική Θράκη από 2 έως 11 Οκτωβρίου 1922.
Τα στοιχεία που έστειλε ο Κατεχάκης, είναι στην ουσία ένα χρονικό τρόμου, σε τραγικές στιγμές για τον ελληνικό πληθυσμό και κάτω από φοβερές καιρικές συνθήκες.
Στις 2 Οκτωβρίου, πέντε οικογένειες προσφύγων που μετέβαιναν στη Ραιδεστό για να επιβιβασθούν σε πλοίο που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα, υπέστησαν επίθεση στο χωριό Ισμανλή από Τούρκους, που κρατούσαν τσεκούρια. Τέσσερις πρόσφυγες κατόρθωσαν να διασωθούν. Όλων των άλλων αγνοείται η τύχη, ανέφερε η υποδιοίκηση Χωροφυλακής Χαριούπολης.
Την επομένη 3 Οκτωβρίου στην περιφέρεια των Μαλγάρων, βρέθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που πήγαν στο χωριό Τετέκιοϊ για να βρουν διαθέσιμους αραμπάδες. Δέχθηκαν επίθεση από Τούρκους κατοίκους, οι οποίοι τραυμάτισαν τρεις.
Στις 5 Οκτωβρίου σε μερικά χωριά των περιφερειών Ανακτορίου (Σαράϊ) και Βιζύης, Τούρκοι σκότωσαν με όπλα, στρατιώτες και πολίτες, που πήγαιναν να παραλάβουν μεταφορικά μέσα για την φυγή τους.
Την ίδια μέρα οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού Τσερκέζ Μουσελίμ της Χαριούπολης επιτέθηκαν εναντίον μετακινούμενων προσφύγων και σκότωσαν ένα πρόσφυγα. Επίσης απέκλεισαν το χωριό και απαγόρευσαν την είσοδο σε μικρό μεταβατικό στρατιωτικό απόσπασμα. Κοντά στο ίδιο χωριό Τούρκοι ένοπλοι επιτέθηκαν σε χωροφύλακες και σε διερχόμενους πρόσφυγες και σκότωσαν περί τα δέκα άτομα, τραυμάτισαν έναν ενωμοτάρχη, ένα δεκανέα και τρεις χωροφύλακες. Ο αστυνομικός σταθμάρχης Παυλίκιοϊ μετέβη στο χωριό Τσερκέζ Μουσελίμ για να εξετάσει τι συνέβη. Καθ’ οδόν αναγκάσθηκε να συμπλακεί με ένοπλους Οθωμανούς που του επιτέθηκαν. Ένας πρόσφυγας ανέφερε στο σταθμάρχη ότι είδε Τούρκους που σταμάτησαν 90 βοϊδάμαξα που μετέφεραν πρόσφυγες και κατακρεούργησαν πολλούς. Στις 8 Οκτωβρίου μετέβη στη Μακρά Γέφυρα ο αστυνομικός σταθμάρχης του χωριού Τσερκέζ Μουσελίμ με δύο χωροφύλακες, όλοι τραυματισμένοι
Στις 5 Οκτωβρίου πάντα, στο δρόμο από Μουργίσκη προς Παυλίκιοϊ ανακαλύφθηκε τάφος στον οποίο είχε ενταφιασθεί μια γυναίκα χριστιανή περίπου 30 ετών, όπως εξακρίβωσε η Χωροφυλακή της Χαριούπολης. Σημειώθηκαν πολλά θύματα. Εκεί έγινε και συμπλοκή κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ένας πολίτης και απήχθη μια νεαρή Ελληνίδα. Στις 8 Οκτωβρίου ο υποδιοικητής Χωροφυλακής Χαριούπολης μετέβη στη Μουργίσκη για να ανασυγκροτήσει το σταθμό Χωροφυλακής. Οι Τούρκοι κάτοικοι όμως κατέλαβαν τα υψώματα γύρω από το χωριό και τον εμπόδισαν να προχωρήσει μέσα στο χωριό. Υπήρχαν πληροφορίες ότι οι Τούρκοι του χωριού είχαν 400 όπλα και ένα πολυβόλο.
Πάντα στις 5 Οκτωβρίου 1922, ο αστυνομικός σταθμάρχης Γραικού, ανθυπασπιστής Ν. Καρατάσος, ανέφερε ότι προσεβλήθη από 130 ένοπλους. Έγινε συμπλοκή και αναγκάσθηκαν οι άνδρες του να υποχωρήσουν στα Μάλγαρα.
Μεταξύ της Μακράς Γέφυρας και του Παυλίκιοϊ, πυροβολήθηκε αμαξοστοιχία εν κινήσει.
Λεηλασίες και διαρπαγές παντού
Στις 5 Οκτωβρίου πάντα, έγινε γνωστό ότι 20 ένοπλοι Τούρκοι πήγαν στο εκκενωμένο πλέον χωριό Σάκκος της Σηλυβρίας για να λεηλατήσουν ό,τι έμεινε. Έγινε συμπλοκή με τους άνδρες του Σταθμού Χωροφυλακής. Συνελήφθησαν δύο Τούρκοι από τους οποίους ο ένας ήταν τραυματισμένος.
Φτάνουμε μέσα σε καθεστώς τρόμου στις 6 Οκτωβρίου. Την ημέρα εκείνη ιερέας από το Μεγάλο Ζαλούφι πληροφόρησε τον υποδιοικητή της Μακράς Γέφυρας (Ουζούν Κιοπρού) ότι επτά ένοπλοι Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον 40 οικογενειών του χωριού οι οποίες είχαν ξεμείνει περιμένοντας να φύγουν.
Απόσπασμα Πεζικού από πέντε άτομα, με λοχία επικεφαλής, που πήγαιναν από την Ηράκλεια στην Τυρολόη (Τσορλού) συνάντησαν σε διάφορα σημεία της διαδρομής τρείς συμμορίες. Η μία ήταν ενδεκαμελής, η άλλη δεκαπενταμελής και η τρίτη οκταμελής. Έγιναν συμπλοκές, με τελικό αποτέλεσμα δύο Τούρκους νεκρούς, ανέφερε η Χωροφυλακή Τυρολόης.
Στις 7 Οκτωβρίου φάλαγγα αυτοκινήτων που μετέβαινε στη Βιζύη πυροβολήθηκε καθ’ οδόν από κατοίκους του χωριού Πύργιαλη (ανατολικά του Μπουνάρ Χισσάρ). Σε εκείνο το σημείο επίσης μια γυναίκα πρόσφυγας ληστεύθηκε. Της έκλεψαν δύο αγελάδες και δύο βόδια.
Πάλι στις 7 Οκτωβρίου, περίπου 100 Τούρκοι, οι περισσότεροι ένοπλοι, επιτέθηκαν κατά του Α. Μπαμπατζάνη, που είχε βγάλει για βοσκή ποίμνιο αιγοπροβάτων κοντά στο χωριό Σεντούκιο της περιφερείας των Μαλγάρων. Τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει το κοπάδι του, που το έκλεψαν. Την ίδια μέρα άλλοι 80 Τούρκοι κρατώντας όπλα και τσεκούρια επιτέθηκαν κατά του Ι. Προδρόμου και άλλων είκοσι, που έβοσκαν τα ποίμνιά τους στη θέση Κουρί, επί της οδού Σεντουκίου- Μαλγάρων. Έκλεψαν 25 αγελάδες και σκότωσαν τον ποιμένα Ν. Παυλιούρη, ανέφερε ο υποδιοικητής Μυριοφύτου.
Η 7η Οκτωβρίου 1922 έκρυβε ένα γεγονός, που αξιοποίησαν οι στρατιωτικές αρχές. Στο χωριό Σαρακίνα βορείως της Βιζύης οι ελληνικές δυνάμεις συνέλαβαν τον Τούρκο συμμορίτη Χαλίλ Ογλού Ταχσίν καταγόμενο από τις Σαράντα Εκκλησίες. Από την ανάκρισή του οι στρατιωτικοί συμπέραναν ότι Τούρκοι αξιωματικοί οργάνωναν σώμα ατάκτων, βάσει εντολών που είχαν από την Κωνσταντινούπολη, με στόχο να κάνουν δολιοφθορές στις σιδηροδρομικές συγκοινωνίες, που κινούνταν ελληνικά τρένα μεταφέροντας άνδρες και υλικό του υποχωρούντος στρατού. Ήδη είχαν αρχίσει να σημειώνονται κάποια τέτοια σαμποτάζ.
Το τραγικό είναι, όπως προέκυψε από την ανάκριση του Τούρκου άτακτου, ότι από τις αρχές Σεπτεμβρίου είχε καταφτάσει στην περιοχή ο Τούρκος λοχαγός Ντερβίς Μπέης, ο οποίος πραγματοποίησε μια λαϊκή συγκέντρωση σε ένα τζαμί της Τσατάλτζας και εκεί κάλεσε του ομοφύλους του να καταταγούν εθελοντικά στο ανταρτικό σώμα που άρχισε να διοργανώνει, εναντίον των Ελλήνων. Την ομιλία του παρακολούθησαν Γάλλοι και Ιταλοί αξιωματικοί!!! Το σώμα του λοχαγού Ντερβίς Μπέη μετονομάσθηκε σε 1ο Ανεξάρτητο Τάγμα Τσατάλτζας, με διοικητή τον λοχαγό Νατζή Μπέη.
Ο διοικητής της Στρατιάς Θράκης υποστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ με έγγραφό του ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να πληροφορήσει τον στρατηγό Χάριγκτον, για όσα συνέβαιναν σε περιοχή, που βάσει της συνθήκης των Μουδανιών απαγορεύονταν η συγκρότηση τέτοιων σωμάτων.
Ξημέρωσε και η 8η Οκτωβρίου 1922, αλλά εκείνη τη μέρα δεν είχαν τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Χαριούπολης και Ραιδεστού. Εστάλη ένα συνεργείο με δύο στρατιώτες και τέσσερις χωροφύλακες για αποκατάσταση της τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ των δύο πόλεων. Πέρασε ένα 24ωρο και δεν επέστρεψε το συνεργεία. Εστάλη έφιππο απόσπασμα Χωροφυλακής με επικεφαλής ενωμοτάρχη. Όταν δεν επανήλθε και το απόσπασμα αυτό στη βάση του, ξεκίνησε ο ανθυπασπιστής Ν. Ευαγγελάτος με 40 ιππείς. Πουθενά όμως δεν βρέθηκαν οι δύο πρώτες ομάδες!!!
Στις 8 Οκτωβρίου επίσης πέντε ποιμένες που οδηγούσαν ένα ποίμνιο 450 προβάτων από την Σηλυβρία στην Τυρολόη, υπέστησαν επίθεση άοπλων Τούρκων κατοίκων, που μπόρεσαν να τους κλέψουν λίγα πρόβατα. Από τους πέντε παθόντες οι τρεις επέστρεψαν στη Σηλυβρία. ΟΙ άλλοι δύο εξαφανίσθηκαν!!!
Την ίδια μέρα Τούρκοι κάτοικοι πέντε χωριών μετέβησαν στο χωριό Ρισίκιοϊ για να αρπάξουν εγκαταλειφθέντα σιτηρά Ελλήνων, που έφευγαν. Ο αστυνομικός σταθμάρχης του χωριού Άσυλο μετέβη επί τόπου και αντάλλαξε πυροβολισμούς με 30 ένοπλους Τούρκους και τους υποχρέωσε σε φυγή.
Πάντα την ίδια μέρα στη θέση Σούβλα κοντά στο σταθμό πέντε ένοπλοι Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον ενός παραπήγματος στο οποίο κοιμόταν οι Α. Ζωγράφος εργολάβος αγγλικών έργων δημιουργίας πολεμικών τάφων και ο Ιταλός Τζοβάτι. Τους λήστεψαν αφαιρώντας από τον Ζωγράφο 95 λίρες και ένα ρολόι και από τον Τζοβάτι 55 λίρες Τουρκίας, ανέφερε η Χωροφυλακή Μαδύτου.
Και πάλι στις 8 Οκτωβρίου τρείς Αρμένιοι προερχόμενοι από την Τυρολόη και μεταβαίνοντας στη Δυτική Θράκη. Ληστεύθηκαν κοντά στο χωριό Μεγάλη Τζιτζιπάρα, από τέσσερις ένοπλους Τούρκους. Από τον ένα Αρμένιο έκλεψαν 1500 δραχμές, δύο φοράδες ένα βοϊδάμαξο με τις αποσκευές. Από τον δεύτερο Αρμένιο έκλεψαν 2.000 δραχμές, και από τον τρίτο 2.500 δραχμές, ένα μουλάρι και ένα βοϊδάμαξο. Παθόντες ήταν ο Λάζαρος Μπρουσαλιάν, ο Φραγκούλ Τιολιάν και ο Ετονιάν Καπαριάν.
Στις 8 Οκτωβρίου κατ’ αναφορά του υποστρατήγου Κωνσταντίνου Νίδερ, ένοπλοι Οθωμανοί κάτοικοι του χωριού Σπαρτάκιοϊ, μεταξύ Χαριούπολης και Μακράς Γέφυρας επιτέθηκαν εναντίον διερχομένων προσφύγων, τραυμάτισαν δύο πρόσφυγες και κατακράτησαν 10 αραμπάδες με αποσκευές. Αυθημερόν εστάλη απόσπασμα ευζώνων, το οποίο μόλις πλησίασε, προκάλεσε τρόμο στους Τούρκους που ετράπησαν σε φυγή εγκαταλείποντας τους αραμπάδες, πλην τριών, που εξαφανίσθηκαν. Συνελήφθησαν τέσσερις αιχμάλωτοι μεταξύ των οποίων και ο επικεφαλής των επιτεθέντων.
«Το θέαμα είναι απείρως τραγικόν…»
Η εφημερίδα «Μακεδονία» (9 Οκτωβρίου 1922) σε ανταπόκρισή της από το Διδυμότειχο σημείωνε ότι «όλη περιοχή από Δεδέαγατς μέχρι Διδυμοτείχου πλήρης καραβανίων προσφύγων, το θέαμα είναι απείρως τραγικόν, απείρως σπαραξικάρδιον, αι γυναίκες λυσίκομοι βυθίζονται μέχρι γονάτων εις την λάσπην, μικρά παιδιά στιβαγμένα επί αραμπάδων δέρονται υπό ραγδαιοτάτης βροχής πιπτούσης από πρωίας αδιακόπως, πλείστοι αραμπάδες έχουν κολλήσει εις την λάσπην και οι πρόσφυγες πετούν γεννήματα και ολίγα αντικείμενα αυτών δια να κατορθώσουν την μεταφοράν τωνγυανικοπαίδων».
Την επομένη 10 Οκτωβρίου μια ομάδα 4-5 Τούρκων επισημάνθηκε να βρίσκεται στα υψώματα νοτίως του σιδηροδρομικού σταθμού του Σεϊντλέρ της περιφέρειας Λουλέ Μπουργκάς και να κατοπτεύει τις κινήσεις των ελληνικών στρατευμάτων που υποχωρούσαν συντεταγμένα. Αργότερα στην ίδια περιοχή εθεάθη ομάδα 20 Τούρκων έφιππων και πεζών. Επιπλέον στην ίδια περιοχή του Σεϊντλέρ μια ομάδα 3-4 Τούρκων επιτέθηκε σε προσφυγική φάλαγγα και άρπαξε τέσσερα βόδια και ένα αραμπά με αποσκευές και σιτάρι. Μια ελληνική διμοιρία που βρίσκονταν στον κοντινό σταθμό του Τσιφλίκιοϊ πυροβολήθηκε ανεπιτυχώς.
Πάλι στις 10 Οκτωβρίου, εστάλη ένας Ελληνικός στο χωριό Καρισντεράν για να συλλάβει μια εχθρική ομάδα, η οποία πραγματοποιούσε επιθέσεις εναντίον διερχομένων προσφύγων. Οι Τούρκοι αντέδρασαν και πυροβολούσαν μέσα από τα σπίτια του χωριού. Έγινε πολύωρη μάχη και συνελήφθησαν 30 κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι απεστάλησαν στο Σώμα Στρατού. Στο χωριό, διαπιστώθηκε ότι εκτός των κατοίκων υπήρχε και οργανική στρατιωτική δύναμη υπό τον λοχαγό Μεμέτ Μπέη, προερχόμενον από την Κωνσταντινούπολη. Από τη συμπλοκή αυτή τραυματίσθηκε ένας Έλληνας στρατιώτης και οκτώ Τούρκοι στρατιώτες.
Για την περίπτωση αυτή, ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ, τόνιζε προς την ελληνική κυβέρνηση υπογραμμίζοντας μάλιστα αυτή τη φράση: «Εκ του γεγονότος τούτου διαπιστούται μίαν έτι φοράν η παραβίασις της ουδετερότητος υπό των Τούρκων, χρησιμοποιησάντων στρατιωτικόν οργανωμένον τμήμα εν Ανατολική Θράκη και περί ής παρακαλώ όπως πληροφορήσητε τον στρατηγόν Χάριγκτον».
Από την υποδιοίκηση της Χωροφυλακής Αρκαδιούπολης ανέφερε ο στρατηγός Γεώργιος Κατεχάκης, έγινε γνωστό στις 10 Οκτωβρίου, ότι Τούρκοι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους λεηλατούν ελληνικά σπίτια στην πόλη.
Στις 10 Οκτωβρίου επίσης έγιναν γνωστές και άλλες δραματικές πληροφορίες. Όταν από την Αρκαδιούπολη αποχώρησε και το τελευταίο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα, μια επιλαρχία, βρέθηκαν διαρρηγμένες οι κλειδαριές του Ελληνικού τηλεγραφείου και ταχυδρομείου και ένα σιδερένιο χρηματοκιβώτιο με κλεμμένες 1050 και άλλες 3.000 δραχμές που ανήκαν στον προϊστάμενο. Επίσης είχαν ανοιχτεί και δύο βαλίτσες που ανήκαν στους υπαλλήλους και περιείχαν ιματισμό. Εκλάπησαν ακόμα και τα τραπέζια και οι καρέκλες των γραφείων!!! Ανακρίσεις ανέλαβαν οι Γάλλοι στρατιωτικοί…
Δυσπερίγραπτος αλλοφροσύνη
Ο διευθυντής της εφημερίδας «Μακεδονία» Πέτρος Λεβαντής, που ήταν στη Θράκη, τηλεγραφούσε στην εφημερίδα (10 Οκτωβρίου 1922) από τις Σαράντα Εκκλησίες: «Υπό γενικήν σύγχυσιν και δυσπερίγραπτον αλλοφροσύνην συνεχίζεται η φυγή των πληθυσμών εκ της Ανατολικής Θράκης».
Στις 11 Οκτωβρίου είκοσι ένοπλοι Τούρκοι μετέβησαν στον Σκοπό των Σαράντα Εκκλησιών, όπου συνεπλάκησαν με τους άνδρες του αστυνομικού σταθμού. Έχασε τη ζωή του ένας Μουσουλμάνος, τραυματίσθηκαν δύο και συνελήφθησαν τέσσερις.
Την ίδια μέρα στο χωριό Καραγάτς που απείχε δύο ώρες από την Αρκαδιούπολη εισέβαλαν 250-300 ιππείς Τούρκοι.
Επίσης στις 11 Οκτωβρίου 1922 απόσπασμα 15 χωροφυλάκων υπό τη διοίκηση ενωμοτάρχη, ενώ διέρχονταν από τους σταθμούς των χωριών Ακόνιο και Γεωργούπολης για να προστατεύσουν τυχόν εναπομείνασες ελληνικές οικογένειες πυροβολήθηκε κατ’ επανάληψη κατά τη διάρκεια της πορείας του από ομάδα 50 ένοπλων Τούρκων, που είχαν πάει εκεί για λεηλασίες ελληνικών περιουσιών.
Την ίδια μέρα στρατιωτική πηγή ανέφερε, ότι μέσα σε χαράδρα προς το δεξιό του 92ου φυλακίου συγκεντρώθηκαν 500 κομιτατζήδες που έφεραν μαζί τους και πολυβόλα, σκοπεύοντας να καταλάβουν τα φυλάκια των συνόρων από τον Εύξεινο Πόντο έως τον ποταμό Έβρο.
Στις 11 Οκτωβρίου πάντα, ο υποδιοικητής της Αρκαδιούπολης ανέφερε ότι τουρκικός όχλος όρμησε σε εγκαταλελειμμένο ναό όπου άρπαξε και κατέστρεψε τα πάντα. Δεν έμεινε ούτε ο διάκοσμος ούτε οι κρυστάλλινες κανδήλες. Αμέσως μετά λεηλάτησε τα γραφεία της Δημογεροντίας. Λεηλατήθηκαν επίσης οι αποθήκες του εμπόρου Μπαλτά στο σιδηροδρομικό σταθμό.
Στην Αθήνα η εφημερίδα «Πατρίς» έγραφε, ότι η εκκένωση συνεχίζονταν, αλλά πολλαπλασιάζονταν και οι επιθέσεις Τούρκων Τσετών με αποτέλεσμα «ο στρατός μας να ευρίσκηται εν τούτοις εις την ανάγκην να αποκρούη συχνότατα τας επιθέσεις των Τσετών κατά των αναχωρούντων πληθυσμών, αι οποίαι εσχάτως έγιναν πυκνότεραι».
Στις 13 Οκτωβρίου 1922, ο Ελληνικός στρατός παρέδωσε με πρωτόκολλο στη Διασυμμαχική Επιτροπή άθικτη την πόλη του Λουλέ Μπουργκάς. Την φρούρησή της ανέλαβε τάγμα του Γαλλικού στρατού. Στην πόλη παρέμενε ο Έλληνας πολιτικός υποδιοικητής της πόλης υπό την προστασία της Διασυμμαχικής Επιτροπής. Μάταια όμως. Αυθημερόν τηλεγράφησε στις Ελληνικές στρατιωτικές αρχές, ότι τουρκικός όχλος λεηλατούσε τα καταστήματα και τις αποθήκες της πόλης και άρπαζε από τους ναούς τα εκκλησιαστικά σκεύη, που είχαν εναπομείνει, κατέστρεφε τα έπιπλα, τις θύρες και τα παράθυρα. Διέρρηξαν το χρηματοκιβώτιο της Δημογεροντίας και του ταμείου της πολιτικής υποδιοίκησης, το οποίο ευτυχώς ήταν άδεια, γιατί ο ταμίας που είχε αποχωρήσει παρέλαβε τα χρήματα που είχαν εναπομείνει. Ο ίδιος ο υποδιοικητής και το προσωπικό που είχε παραμείνει στο Λουλέ Μπουργκάς, διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο.
Η τάξη φαίνονταν να έχει αποκατασταθεί στην περιοχή της Κεσσάνης, αλλά μόνο εκεί.
Άλλες πληροφορίες ανέφεραν ότι ένας κάτοικος του Σουλτάνκιοϊ, που μπόρεσε να φτάσει στο χωριό Χατζαγάς στην συμβολή των ποταμών Εργίνη και Έβρου, γνωστοποίησε ότι Τούρκοι χωρικοί που είχαν καταρτίσει συμμορίες σκοτώνουν πρόσφυγες και χωροφύλακες. Επίσης αναφέρθηκε στις στρατιωτικές αρχές ότι στον αστυνομικό σταθμό του χωριού Παλαβάνκιοϊ, 20 χιλμ. βορειοανατολικά από τα Ύψαλα, στο χωριό Σαρήτζαλη συγκεντρώνονταν Τούρκοι άτακτοι.
Οι πληροφορίες έφταναν συνεχώς στις στρατιωτικές αρχές και μιλούσαν για έκρυθμη κατάσταση στην Ανατολική Θράκη, με επιθέσεις εναντίον των προσφύγων και διαρπαγές περιουσιών, ιδίως στην περιοχή της Μακράς Γέφυρας. Ένας πρόσφυγας, ο Ευάγγελος Διακίδης πληροφόρησε τις στρατιωτικές αρχές ότι Τούρκοι άτακτοι είχαν επιτεθεί σε πρόσφυγες στο χωριό Ιμπρίκ Τεπέ της περιοχής Υψάλων.
Άλλοι Τούρκοι ένοπλοι έκαναν επιθέσεις στην περιοχή του Κιουπλή απέναντι από το Σουφλί.
Η εφημερίδα «Πατρίς» έγραψε στις 14 Οκτωβρίου ότι έφτασε στον Πειραιά από τη Ραιδεστό ο τέως πληρεξούσιος Σ. Σαραντίδης, ο οποίος δήλωσε ότι η κατάσταση εκεί είναι έκρυθμη γιατί ένοπλοι Τούρκοι κατατρομοκρατούν τον πληθυσμό. Κατά την ίδια εφημερίδα όλοι οι δρόμοι είναι γεμάτοι από καραβάνια. Προς την κατεύθυνση του Έβρου μετρήθηκαν 30.000 βοϊδάμαξα, που έσπευδαν να καταφύγουν γρήγορα εντός της Ελληνικής ζώνης. Μόνο στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) είχαν συγκεντρωθεί έως τα μέσα Οκτωβρίου 70.000 πρόσφυγες. Ο υπουργός Περίθαλψης Απόστολος Δοξιάδης με τηλεγράφημα του προς τη Ραιδεστό ζητούσε να επιταχθεί αμέσως η ξυλεία και να σταλεί με πλοία στο Δεδέαγατς για την κατασκευή παραπηγμάτων ώστε να στεγασθούν οι εκεί πρόσφυγες.
Προς το δραματικό τέλος
Σε μια από τις τελευταίες ανταποκρίσεις του από την Αδριανούπολη, έγραφε στο «Φως» της Θεσσαλονίκης ο Αθανάσιος Ζαρδαλίδης:
«Τα καταστήματα της κεντρικής οδού, επί των οποίων εκυμάτισεν υπερήφανα η κυανόλευκος, παρουσιάζουν από σήμερον όψιν απαισίαν. Πανταχού κιβώρια γεμίζονται εσπευσμένως και μεταφέρονται εις Καραγάτς. Ο δε πύργος του Τσιμισκή παραπονεμένος και αυτός, μετά μίαν εβδομάδα θα ίδη καταβιβαζόμενον τον σταυρόν και αναρτωμένην την ημισέληνον. Έτσι το ηθέλησαν οι ισχυροί της γης, Εις τοιαύτην οικτράν κατάστασιν ωδήγησαν την υπερήφανον Ελλάδα μαύροι και μοιραίοι τέως κυβερνήται της, οίτινες το παν έπραξαν ίνα οδηγήσουν αυτήν εις τον τάφον».
Στις 21 Οκτωβρίου, βάσει της συμφωνίας των Μουδανιών, η διοίκηση της περιφέρειας Τυρολόης παραδόθηκε από τους Ιταλούς στις Τουρκικές αρχές. Το τμήμα αυτό της Ανατολικής Θράκης ήταν το πρώτο που παραδόθηκε στην Τουρκική διοίκηση και περιλάμβανε τους καζάδες Τυρολόης, Ανακτορίου, Βιζύης και Σηλυβρίας.
Την επομένη, 22 Οκτωβρίου, συνετελέσθη και η εκκένωση της Αδριανούπολης. Ο Κατεχάκης ενημέρωσε την κυβέρνηση με τηλεγράφημα και αναχώρησε. Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Κονδύλης στην ημερήσια διαταγή που απηύθυνε στους άνδρες της Μεραρχίας του τόνιζε:
«Ας μην πλανάται πλέον η ευπιστία της Ελληνικής Φυλής και ας μη πιστεύη ότι είναι δυνατόν η Τουρκία του Μουσταφά Κεμάλ η υβριστικόν το βλέμμα και απειλητικήν την χείρα υψώνουσα κατ’ αυτών των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσεως, να αρκεσθή εις τας σημερινάς παραχωρήσεις μας και δεν θα ζητήσει να επεκταθή προς Θεσσαλονίκην και Αλιάκμονα και προς όλας τας διευθύνσεις όπου υπάρχει και είς ακόμη Μουσουλμάνος».
Το σκηνικό δεν άλλαξε εκείνο τον Οκτώβριο. Τρόμος, δάκρυ και οδύνη παντού.
Οι διωγμένοι Αρμένιοι καταφεύγουν στην Ελλάδα
Στις 2 Νοεμβρίου στο Παρίσι ο Έλληνας πρεσβευτής Άθως Ρωμάνος, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος συναντήθηκαν με τον πρόεδρο της Εθνικής Αρμενικής Αντιπροσωπείας στη Γαλλία Ναραντουνγκιάν, ο οποίος τους εξέθεσε την δυσχερή θέση που βρίσκονταν 5.000 Αρμένιοι, οι οποίοι επίσης αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη. Ο Ναραντουνγκιάν έθεσε ευθέως το ερώτημα αν η Ελληνική κυβέρνηση θα ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει στους Αρμένιους αυτούς την παραμονή στην Ελλάδα για ένα ή δύο χρόνια.
Τρεις μέρες αργότερα η κυβέρνηση των Αθηνών απάντησε ότι κατ’ αρχήν δέχεται να διαθέσει χώρους για την παραμονή αυτών των Αρμενίων για προσωρινή παραμονή, αλλά κατ’ ανάγκη οι πρόσφυγες αυτοί θα πρέπει να κατανεμηθούν σε διάφορα σημεία της χώρας. Την διατροφή τους αναλάμβανε ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός.
Εν τω μεταξύ η κυβέρνηση της Ελλάδας αντιμετώπισε και ένα ιδιόμορφο ζήτημα. Μερικοί αξιωματικοί που διαφωνούσαν με τον Μουσταφά Κεμάλ λιποτακτούσαν και κατέφευγαν στην Ελλάδα ζητώντας άσυλο και προστασία με την αιτιολογία ότι είχαν προσφέρει υπηρεσίες στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Υπήρξαν ορισμένοι που επικαλέσθηκαν ανύπαρκτες υπηρεσίες προς την Ελλάδα και η Στρατιά Θράκης, έσπευσε να ειδοποιήσει την Υπάτη Αρμοστεία στην Κωνσταντινούπολη, ότι δεν είχαν προσφερθεί υπηρεσίες και συνεπώς η Ελλάδα, δεν είχα αναλάβει καμιά υποχρέωση απέναντί τους.
Οι περιγραφές του Χέμινγουέϊ
Την φοβερή εκείνη εκκένωση παρακολούθησε και ο μεγάλος αμερικανός συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουέι. Νεαρός τότε 23 χρονών, ήταν πολεμικός ανταποκριτής της καναδικής εφημερίδας «Τορόντο Σταρ». Βρέθηκε στην Αδριανούπολη, όπου ασθένησε από ελονοσία. Αν και ασθενής με πυρετό , ο Χέμινγουέι παρακολούθησε και περιέγραψε την δραματικής πορεία των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης: «Το κυρίως σώμα της πομπής, που διασχίζει τον ποταμό Έβρο στην Αδριανούπολη, φτάνει τα τριάντα χιλιόμετρα. Τριάντα χιλιόμετρα με κάρα που τα σέρνουν βόδια, ταύροι και λασπωμένα βουβάλια, με εξουθενωμένους, κατάκοπους άνδρες, γυναίκες και παιδιά να περπατούν στα τυφλά…».
Οι εικόνες που μετέδιδε στον πολιτισμένο κόσμο ήταν συγκλονιστικές. Αληθινό μαστίγωμα, σε όσους παρέδωσαν την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους.
Ας κλείσουμε αυτό το χρονικό του πόνου με ένα ακόμα κομμάτι από τις περιγραφές του Χέμινγουέι:
«Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για να την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά… Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε, να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».
Είναι ένα απόσπασμα από την ανταπόκριση που δημοσιεύθηκε στην «Τορόντο Σταρ» στις 20 Οκτωβρίου του ματωμένου 1922.
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
* Η ομιλία εκείνη είχε γίνει με την ευγενική πρόσκληση του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου της πόλης, υπό την αιγίδα του Δήμου Νέας Ορεστιάδας. Η ομιλία είναι υπάρχει στο https://sitalkisking.blogspot.com/2018/11/1922.html