ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΔΟΛΙΑΣ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΡΩΣΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΡΕΣΒΥΓΕΝΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΔΟΛΙΑΣ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΡΩΣΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΡΕΣΒΥΓΕΝΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

URBI ET ORBI ERGA OMNES

ΥΠΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΡΑΦΙΔΟΣ

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΡΑΙΔΕΣΤΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΒΑΦΕΙΔΗ

ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΔΟΛΙΑΣ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΡΩΣΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΡΕΣΒΥΓΕΝΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Ο πολύς ιστορικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνος, αοίδιμος Καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, Μητροπολίτης Γέρων Ηρακλείας και Ραιδεστού Φιλάρετος Βαφείδης (+1933), στις αλλεπάλληλες ογκώδεις εκδόσεις της Εκκλησιαστικής Ιστορίας αυτού και ιδιαιτέρως στον τρίτο τόμο της «Νέας Εκκλησιαστικής Ιστορίας (1453-1908)», ο οποίος εξεδόθη στο εν Αλεξανδρεία Πατριαρχικό Τυπογραφείο κατά το έτος 1928, καταγράφει στα συναφή κεφάλαια περί του Πρεσβυγενών Ελληνορθοδόξων Πατριαρχείων της Ανατολής ορισμένες άγνωστες πτυχές των ρωσικών εκκλησιαστικών και πολιτικών οργάνων της Μόσχας για την άλωση των Ελληνορθοδόξων Παλαιφάτων και Πρεσβυγενών Πατριαρχείων της «καθ’ ημάς Ανατολής».

Ο επιφανής Εκκλησιαστικός Ιστορικός Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης, όπως και ο μέγας Εκκλησιαστικός Ιστορικός αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄ (1922-1938), αναφερόμενος στα της εκλογής και παραιτήσεως του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Καλλινίκου ως Πατριάρχου Αλεξανδρείας (1858-1861), επισημαίνει τον δόλιο και υπονομευτικό ρόλο του ραδιούργου και λίαν ανθέλληνος Ρώσου Αρχιμανδρίτου Πορφυρίου Ουσπένσκη, γράφοντας ότι: «Ο γνωστός Πορφύριος Ουσπένσκη καλλιεργών το φαντασιώδες σχέδιον της εκτοπίσεως των Ελλήνων εκ του Αλεξανδρινού Θρόνου διά της μετ’ αυτών ενώσεως των Κοπτών, λέγει ότι έπεισε τον Καλλίνικον να παραιτηθή του θρόνου τω 1860, αλλ’ η απόπειρα εματαιώθη, διότι ο μεν Καλλίνικος απήτει την υπό των Κοπτών παραδοχήν πασών των τελετών και κανονικών διατάξεων της Εκκλησίας, ο δε Πορφύριος ηρκείτο εις την δογματικήν μόνον ένωσιν…».

Διασπαστική και διαλυτική της εσωτερικής ειρηνεύσεως του Δευτεροθρόνου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας υπήρξε η ανθελληνική δράση των Ρώσων, οι οποίοι με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο επέτυχαν να εκλεγεί κατά το έτος 1866 ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Νικάνωρ, ο οποίος ήταν πειθήνιο όργανο αυτών, ενώ στη συνέχεια, κατά το έτος 1868, ο ίδιος παραπείθεται υπό των Ρώσων και δη υπό του διαβόητου Ιγνάτιεφ να παραιτηθεί και να χειροτονήσει τον Εσφιγμενίτη Νείλο ως Μητροπολίτη Πενταπόλεως προκειμένου εν συνεχεία και βάσει προδιαγεγραμμένου ρωσικού σχεδίου να εκλεγεί, όπερ και εγένετο, Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Έτσι από το έτος 1865 και μέχρι το 1870, οπότε εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιος, ο θρόνος του Αγίου Ευαγγελιστού Μάρκου εκλονίζετο δεινώς ένεκα των εσωτερικών φατριών οι οποίες ενισχύοντο υπό των Ρώσων προκειμένου να ελέγχεται υπό των ιδίων και των πειθηνίων εξωνημένων οργάνων τους το Δευτερόθρονο της Ορθοδοξίας Πατριαρχείο της Αλεξανδρείας.

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνος η ανθελληνική δράση των Ρώσων κατέστη ισχυροτέρα στους κόλπους των Παλαιφάτων Πρεσβυγενών Ελληνορθοδόξων Πατριαρχείων της «καθ’ ημάς Ανατολής» και ιδιαίτατα του Πατριαρχείου Αντιοχείας, όπου, όπως γράφει ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης, «…ήρξατο να πνέη πνεύμα λαϊκόν, όπερ προσλαβόν χαρακτήρα φυλετιστικόν και ριπιζόμενον καταλλήλως υπό των Ρώσων πανσλαυϊστών, προυκάλεσεν εν τοις τελευταίοις χρόνοις κλύδωνα, όμοιον τω βουλγαρικώ, ευτυχώς αποσοβηθέντα».

Όταν εξελέγη στην Κωνσταντινούπολη, κατά το «επικρατούν έθος», ο Θαβωρίου Ιερόθεος ως Πατριάρχης Αντιοχείας (1850-1885), οι Ρώσοι με ραδιουργίες, δολοπλοκίες και φθονερές μεθοδεύσεις εξερέθισαν το λαϊκό στοιχείο προκειμένου ο Αντιοχείας Ιερόθεος να «απόσχη της εγκρίσεως του βουλγαρικού σχίσματος, εξεγερθέντες δε οι ιθαγενείς (εννοεί τους Αραβοφώνους Ορθοδόξους) εζήτουν διάφορα προνόμια…». Πάντα ταύτα τα φατριαστικώς διασπαστικά συνέβαιναν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, επειδή ακριβώς οι Ρώσοι εκρύπτοντο όπισθεν τόσο της σχισματικής και αντικανονικής Βουλγαρικής Εξαρχίας, όσο και της ανθελληνικής κινήσεως και εφαρμογής του δολιότατου μοσχοβίτικης εμπνεύσεως σχεδίου αφελληνισμού του Πρεσβυγενούς Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου Αντιοχείας με απώτερο στόχο την εκλογή αρχικώς Αραβοφώνου Πατριάρχου Αντιοχείας και εν συνεχεία την πλήρη άλωση του Πατριαρχείου αυτού διά της εκλογής εγκαθέτων πειθήνιων Αραβοφώνων προσώπων, τα οποία θα ήταν ρωσοπροσκυνημένα και ελεγχόμενα, όπερ και εγένετο, μετά από ολίγες δεκαετίες, όπως επ’ εσχάτων ευκόλως γίνεται αντιληπτό και υπό των πλέον αφελών.

Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης υπογραμμίζει «expressis verbis» ότι μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Αντιοχείας Ιεροθέου η κατάσταση επεδεινώθη έτι περισσότερο διότι οι διάδοχοι αυτού, Γεράσιμος (1885-1891) και ιδιαιτέρως ο Σπυρίδων (1891-1898), εν τη αφελότητι και ανικανότητι αυτών, ενίσχυαν ανεπιγνώτως το ιθαγενές αραβόφωνο στοιχείο και «εδούλευον και ταις ρωσσικαίς θεωρίαις».

Το ρωσικής ανθελληνικής εμπνεύσεως δόλιο σχέδιο για τον αφελληνισμό ή μάλλον για την αραβοποίηση του Πρεσβυγενούς Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου Αντιοχείας απεκαλύφθη μετά την εν έτει 1898 παραίτηση του Αντιοχείας Σπυρίδωνος, όταν εξελέγη Τοποτηρητής του Αντιοχειανού Θρόνου ο κατά τον Μητροπολίτη Φιλάρετο Βαφείδη «έχων Κουφόνοιαν», Μητροπολίτης Ταρσού και Αδάνων Γερμανός, ο οποίος εξηπατήθη υπό των ιθαγενών Αρχιερέων, επειδή ακριβώς αυτοί «απεσκόπουν την πραγματοποίησιν προσκεμμένου σχεδίου, την εκλογήν δηλ. ιθαγενούς Πατριάρχου και την αποδίωξιν των Ελλήνων Μητροπολιτών».

Η εν τέλει περιπετειώδης εκλογή, κατά την 15η Απριλίου του 1898, του μισέλληνος Λαοδικείας Μελετίου, κατά τρόπο μάλιστα λίαν αντικανονικό και πραξικοπηματικό, απεκάλυψε το δολιότατο ανθελληνικό σχέδιο των υπό των Ρώσων ποδηγετουμένων Αραβοφώνων εντοπίων Μητροπολιτών για τον αφελληνισμό και συνακόλουθα για την αραβοποίηση του Παλαιφάτου Πρεσβυγενούς Πατριαρχείου της Αντιοχείας. Παρά δε τις αντιδράσεις τόσο της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας ενώπιον της Υψηλής Πύλης και του Αυτοκράτορος της Ρωσίας Νικολάου Β΄, όσο και του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, όπως γράφει ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης, ουδέν το αίσιον επετεύχθη, αναφέρων χαρακτηριστικώς τα κάτωθι: «Και όμως τα νόμιμα ταύτα διαβήματα ουδαμώς ίσχυσαν να αναστειλώσι τας εν Δαμασκώ παρανομίας, απεναντίας μάλιστα ο Μελέτιος απέλυσε τας συνήθεις ειρηνικάς εν αις ψευδόμενος έλεγεν ότι εξελέγη Πατριάρχης τη κοινή ομοφώνω γνώμη της Ιεράς Συνόδου, πιστός δε εις το απ’ αρχής διαγραφέν πρόγραμμα λυσσώδη εκίνησε πόλεμον κατά των μειοψηφούντων Ελλήνων Μητροπολιτών, ων τινάς μεν αμέσως, άλλους δε ακολούθως έπαυσε του αξιώματος αυτών και εξέωσε των επαρχιών αυτών…».

Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης αξιολογώντας τις ιδιαίτερες πτυχές του λεγομένου Αντιοχειανού Ζητήματος και δη τα ανιέρως, αντικανονικώς, πραξικοπηματικώς και ανθελληνικώς πεπραγμένα του από Λαοδικείας Πατριάρχου Αντιοχείας Μελετίου, ο οποίος ενεργούσε ως πειθήνιο και άβουλο όργανο και φερέφωνο των Ρώσων, γράφει άνευ διπλωματικών περιφράσεων, μεταξύ άλλων και τα εξής: «…γ) διότι παντί που δήλον ότι η τοιαύτη εκλογή του Μελετίου είναι άκυρος και εμπαιγμός της ιερότητος του αξιώματος∙ δ) διότι όλως εμπαθής και αντικανονική ην η ενέργεια του Μελετίου κατά των τεσσάρων Ελλήνων Μητροπολιτών άνευ διαδικασίας και διά της πολιτικής εξουσίας εκδιωχθέντων∙ ε) διότι αδίκως εμέμφθησαν την Εκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως, ως μη σεβασθείσαν το αυτοκέφαλον της αντιοχικής Εκκλησίας, αφού δη επενέβη αύτη προκληθείσα μόνον και κατόπιν κανονικών παραβάσεων, αδίκως δε ακολούθως εξυβρίσθη υπό του Μελετίου και των περί αυτόν, ως μη αναγνωρίζουσα τα παρανομηθέντα και τελευταίον διότι δεν είναι αληθές το αναγραφέν, ότι ο φυλετισμός απέρρευσεν από της μειονοψηφίας και των Ελλήνων, αφού δη τα πράγματα απέδειξαν ότι εν τούτω ενέχονται κυρίως οι ιθαγενείς, ριπιζόμενοι υπό των Ρώσσων∙ ότι δε πράγματι ούτοι διαπαιδαγωγούμενοι υπό των τελευταίων προσέδωκαν εις το ζήτημα φυλετιστικόν χαρακτήρα και ότι απ’ αρχής μέχρι τέλους ενήργουν τη συμβουλία και υποστηρίξει αυτών, περί τούτου μαρτυρούσιν αι ενέργειαι του εν Δαμασκώ Προξένου της Ρωσσίας, παρόντος μάλιστα εν τη τελευταία εκλογική συνελεύσει, τα διαβήματα του εν Κωνσταντινουπόλει Ρώσσου Πρεσβευτού, από της ρινός άγοντος την άστατον τουρκικήν Κυβέρνησιν, η υπό της χήρας Αυτοκρατείρας και της ρωσσικής Συνόδου αναγνώρισις του Μελετίου και αποστολή αυτώ Αγίου Μύρου, η εν τη επισήμω εφημερίδι της Συνόδου άνευ σχολίου καταχώρισις της ειρηνικής του Μελετίου και η υποστήριξις καθόλου, ην οι Ρώσσοι παρέσχον εις το ζήτημα…».

Όσον αφορά το ιδιάζον ιστορικό ζήτημα περί της εθνοφυλετικής καταγωγής των Ορθοδόξων εν Συρία Χριστιανών και τον δόλιο τρόπο με τον οποίο οι Ρώσοι κινούμενοι από ανθελληνικά ελατήρια εκμεταλλεύτηκαν το ζήτημα της «εθνικής συνθέσεως» των εν Συρία Χριστιανών, ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης γράφει ότι: «Οι Ρώσσοι μάλιστα εξεμεταλλεύθησαν και το ζήτημα της εθνικής συνθέσεως των εν Συρία Χριστιανών, ένεκα της γλώσσης και των ηθών και εθίμων παραστήσαντες αυτούς ως Άραβες ή Σύρους εξαραβισθέντας. Κατά της ρωσσικής ταύτης θεωρίας πολλοί των ημετέρων αντιθέτως όλως υπεστήριξαν ότι οι Χριστιανοί της Συρίας είνε πάντες Έλληνες, εξαραβισθέντες εν τη πορεία των χρόνων∙ ημείς έχοντες υπ’ όψει την ιστορίαν… μετά την εισβολήν των Αράβων οι εκεί Χριστιανοί Έλληνες τε και Σύριοι υπό την επίδρασιν αυτών και την βίαν διετήρησαν μεν την εαυτών θρησκείαν, απέβαλον δε την γλώσσαν και ούτως εμορφώθησαν οι νυν Χριστιανοί της Συρίας, ομιλούντες μεν την αραβικήν, την καταγωγήν δ’ ανάγοντες άλλοι μεν εις τους Έλληνας, άλλοι δε εις τους αρχαίους Σύρους…».

Ερχόμενος ο αοίδιμος πολύς Εκκλησιαστικός Ιστορικός Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης διά της αψευδούς ιστορικής γραφίδος αυτού στα «interna corporis» του Παλαιφάτου Πρεσβυγενούς Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και στα πλείστα όσα δεινά προκάλεσαν οι Ρώσοι στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων εξιστορεί τα όσα κατά το β΄ ήμισυ του 19ου αιώνος έλαβον χώρα και ιδιαιτέρως κατά την περίοδο της Πατριαρχείας του Ιεροσολύμων Κυρίλλου (1845-1872), ο οποίος «ουδέν ήττον γενόμενος όργανον του Ιγνάτιεφ και μη μετασχών της μεγάλης τοπικής συνόδου, διαστάς δι’ ούτω προς την αγιοταφικήν αδελφότητα και μη υπογράφας τα πρακτικά της εν Ιερουσαλήμ συνόδου της 1 Οκτωβρίου 1872, απεκηρύχθη υπ’ αυτής και καθηρέθη τη 7η Νοεμβρίου μόλις δε προ του θανάτου αυτού (1872) συνεχωρήθη.

Η τοιαύτη διαγωγή του Κυρίλλου και η ενέργεια των Ρώσσων παρήγαγε σάλον εν τη Εκκλησία των Ιεροσολύμων, διότι οι πλείστοι των ιθαγενών μη αναγνωρίσαντες τον Προκόπιον (1872-1875) εμνημόνευον του Κυρίλλου και επειρώντο να επέμβωσιν εις την κυβέρνησιν του Πατριαρχείου. Ο Προκόπιος ην υποδεέστερος των περιστάσεων, η δε αδελφότης θέλουσα να καταπραΰνη τους Ρώσσους, προβάντας ήδη εις την κατάσχεσιν των μοναστηριακών προσόδων, αναγκάζει αυτόν εις παραίτησιν, αναδείκνυσι δε Πατριάρχην τον Ιερόθεον (1875-1882)…».

Ο διεισδυτικός στα ιστορικά εκκλησιαστικά γεγονότα Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης καταγράφει στο μνημειώδες ιστορικό πόνημά του τον δόλιο και πανούργο, ραδιούργο και υπόγειο ανθελληνικό τρόπο με τον οποίο οι Ρώσοι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί ιθύνοντες ενεργούσαν έχοντας ως ισχυρότατο μέσο επηρεασμού τα «Ρούβλια του Κρεμλίνου» προκειμένου να εισέλθουν στα «interna corporis» της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων για να ελέγχουν το Παλαίφατο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων. Εν προκειμένω δε γράφει τα κάτωθι αποκαλυπτικά: «Κατά πόσον ο Ιγνάτιεφ επηρέασε την κατάστασιν δείκνυται εκ του γεγονότος ότι η Ρωσσική Σύνοδος διέθηκεν των μοναστηριακών κτημάτων της Βεσσαραβίας 10.000 ρούβλια υπέρ του Κυρίλλου και των ιθαγενών ετησίως και εξ επιστολής του Ιγνάτιεφ προς τον Αντωνίλαν, εν η και μετά την αναγνώρισιν του Προκοπίου υπό της Ρωσσικής Συνόδου, συνεβούλευεν αυτόν ίνα καταστήση τω Πατριάρχη αισθητήν την ψυχρότητα και αναγκασθή ούτω να δεχθή συμφωνίας∙ αι ρωσσικαί ραδιουργίαι κατεδείχθησαν και εκ του εν Πτολεμαΐδι Ρώσσου Προξένου, όστις γράφων τοις εν Ιερουσαλήμ ιθαγενέσι προϋτρέπετο ίνα μη αναγνωρίσωσι τον Προκόπιον, προσετίθει δε ότι το βουλγαρικόν σχίσμα συμφέρει και τοις Άραψι, ότι οι άγιοι τόποι λυτρωθήσονται των ραδιούργων Ελλήνων και ότι μέρος των προσόδων αυτών παραχωρηθήσεται αυτοίς υπό της Ρωσσικής Κυβερνήσεως».

Όταν στον παλαίφατο θρόνο των Ιεροσολύμων ανήλθε ο φιλόρωσσος και ρωσσοφιλής Νικόδημος (1883-1890) ενισχύθηκε επικινδύνως η ρωσική επιρροή καθώς και η προπαγανδιστική δράση της Παλαιστινείου Εταιρείας απανταχού της Παλαιστίνης, ενώ ο ίδιος συνήψε δάνειο μετά της Ρωσικής Συνόδου και παρητήθη του θρόνου, αφού προηγουμένως εξησφαλίσθη υλικώς παρά της Ρωσικής Συνόδου. Τέτοιου είδος ανίερες οικονομικές συναλλαγές ήσαν συχνότατες με αποτέλεσμα οι Ρώσοι ως προβατόσχημοι βαρείς λύκοι, συν τοις άλλοις, και με το δέλεαρ των ρουβλίων του Κρεμλίνου να αναβιβάζουν και να οδηγούν σε παραίτηση σειρά Πατριαρχών του Ιεροσολυμιτικού Θρόνου.

Αναφερόμενος μάλιστα στον ανθελληνικό και διαβρωτικό ρόλο καθώς και στην εν γένει αραβόφιλη προπαγανδιστική δράση της περιφήμου Παλαιστινείου Εταιρείας και του διαβοήτου Ρώσου Αρχιμανδρίτου Πορφυρίου Ουσπένσκη, ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης διατραγωδεί με τα μελανότερα χρώματα την ζοφερά κατάσταση, η οποία επικρατούσε στον Πρεσβυγενές Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων ένεκα της επικινδύνου «εκκλησιαστικής πολιτικής» του μισέλληνος και πειθηνίου οργάνου του Κρεμλίνου Πορφυρίου Ουσπένσκη, γράφοντας εκτενώς τα κάτωθι: «Εκτός των Ελληνικών Ορθοδόξων καθιδρυμάτων εν Ιερουσαλήμ και τη λοιπή Παλαιστίνη από του 1864 υπάρχουσι και διάφορα ρωσσικά καθιδρύματα της ρωσσικής ιεραποστολής… διάφορα δε τοιαύτα ίδρυσε και η Παλαιστίνειος Εταιρεία (1885). Μέχρι του 1905 η Εταιρία αύτη συνετήρει εν Παλαιστίνη και Συρία 87 σχολεία, εν οις εδιδάσκοντο περί τους 10.000 παίδων.

Αρχικός σκοπός των ρωσσικών τούτων ιδρυμάτων, μη αποκλειομένων βεβαίως αποκρύφων υπολογισμών, ην η ενίσχυσις και διατήρησις του καθεστώτος των Ορθοδόξων, εναντίον των παπικών και προτεσταντικών ενεργειών, τοιαύτα δε εφρόνει τω 1842 και ο κόμης Νέσελρωδ εν τω υπομνήματι αυτού προς την κυβέρνησιν, συνεπεία του οποίου απεφασίσθη η εις Ιερουσαλήμ μυστική αποστολή ρώσσου κληρικού, όστις εισδύων εις την κατάστασιν της Ελληνικής Εκκλησίας και υποδεικνύων τοις Έλλησι το ενδιαφέρον της Ρωσσικής Εκκλησίας, έμελλε να χρησιμεύση ως μεσάζων μεταξύ των δύο Εκκλησιών, υποκείμενος όμως και συνεννοούμενος κατά πάντα μετά του Ρώσσου Προξένου. Τοιούτος υπό της Ρωσσικής Συνόδου εξελέγη ο Αρχιμανδρίτης Πορφύριος Ουσπένσκη (+1885), όστις αφικόμενος εις Ιερουσαλήμ τω 1843, καθ’ ας έλαβεν οδηγίας, ώφειλε να παρίσταται ως ιδιώτης, να προσπαθή να κερδήση την εμπιστοσύνην του κλήρου, να μάθη την κατάστασιν της Εκκλησίας εκ των ιθαγενών, χωρίς να ταράξη τας συνειδήσεις αυτών, να αποκρύπτη τας υπό τας θρησκευτικάς προφάσεις εγκρυπτομένας πολιτικάς βλέψεις και να συλλέγη πληροφορίας περί χρησιμοποιήσεως του εκ Ρωσσίας πεμπομένου χρήματος και της παιδεύσεως της νεολαίας. Αλλά δυστυχώς ο αρχικός ούτος σκοπός, τέλεον μετετράπη διά του Πορφυρίου και των διαδόχων αυτού. Ούτος άνθρωπος των άκρων και υπό το κράτος των στιγμιαίων εξάψεων και ψυχικών διαθέσεων, άνευ κρίσεως και κατεχόμενος υπό αλλοκότου μίσους κατά παντός ανατολικού, ως χαρακτηρίζει αυτόν ο Κάπτερεφ, ευθύς εξ αρχής παρέστησε τον ελληνικόν κλήρον ως ανόητον και κενόδοξον και πολλαίς αμαρτίαις δουλεύοντα, μεγαλοποιήσας μάλιστα τας ελλείψεις αυτού και μη φροντίσας να ανεύρη και τας αγαθάς αυτού όψεις.

Εν ταις δυσίν αυτού εκθέσεσι προς την Πρεσβείαν Κωνσταντινουπόλεως τω 1844 ο Πορφύριος θεωρών την ανόρθωσιν της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων δυνατήν μόνον διά της Ρωσσίας προέτεινε την αποστολήν Ρώσσου Επισκόπου προς διεύθυνσιν του θρόνου και την ίδρυσιν σχολών διά τους ιθαγενείς, εν δε τω περί ιδρύσεως ρωσσικής ιεραποστολής διαγράμματι του 1845 προέτεινε την αγοράν του οικήματος Αλεμιδών ή του Όρους των Ελαιών, εξέτεινε τα όρια της Ιεραποστολής μέχρι Συρίας και Αιγύπτου και υπέτασσεν αυτήν υπό την Σύνοδον της Ρωσσίας…

Ούτως εγκατέστη η Ιεραποστολή εν Ιερουσαλήμ υπό την αρχηγίαν του Πορφυρίου τω 1846 εν τω μοναστήριω του Αρχαγγέλου, ήτις ανακληθείσα ένεκα του κριμαϊκού πολέμου, ανενεώθη τω 1858 υπό την αρχηγίαν του Μελιτουπόλεως Κυρίλλου (1858-1863). Αλλά τον Πορφύριον υπερηκόντισεν ούτος, διότι ως δείκνυται εκ των δύο αυτού υπομνημάτων του 1858 και 1859 εκτιθείς την κατάστασιν των εν Ανατολή Χριστιανών διά των ζοφερωτάτων χρωμάτων διαζωγραφεί τους Έλληνες ως αιτίους της καταστάσεως, εκτός των Βουλγάρων και τους Άραβας παρίστησιν ως εχθρούς αυτών, τονίζει ως βλαβεράν την εξάρτησιν των λαών τούτων από των Ελλήνων, προτείνει την απ’ αυτών αφαίρεσιν των τεσσάρων Πατριαρχείων, ή τουλάχιστον της Αντιοχείας και Ιερουσαλήμ, του της Κωνσταντινουπόλεως αφιεμένου τοις Έλλησι διά το ιστορικόν αυτού κύρος, εξασθενουμένου όμως διά της ανεξαρτησίας των Βουλγάρων και της οικονομικής αυτού εξαρτήσεως από της Ρωσσίας, συνιστά την μη αποστολήν χρημάτων τοις Έλλησιν, εφόσον κατέχουσι τα τρία Πατριαρχεία και υποδεικνύει ως αφετηρίαν των ενεργειών τούτων το Πατριαρχείον της Αντιοχείας, εγκαθιδρυμένου εν Δαμασκώ ρωσσικού Προξενείου και μικράς ιεραποστολής… της οποίας, καθ’ ης δικαίως τω 1895 διεμαρτυρήθη η Εκκλησία των Ιεροσολύμων, περί ουδέν άλλο στρέφεται, ειμή περί το τρομερόν και αδιάλλακτον μίσος κατά παντός Ελληνικού, την μέριμναν προς απογύμνωσιν υλικήν των Εκκλησιών της Ανατολής, την εκφαύλισιν του κλήρου αυτής, την αναρρίπισιν των εθνικών φιλοτιμιών και πόθων και εν γένει την εξόντωσιν παντός ελληνικού, αρχαίου και Ορθοδόξου».

Δια πάντα τα ως άνω υπό του αοιδίμου και μεγάλου Εκκλησιαστικού Ιστορικού της γεραράς Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Μητροπολίτου Γέροντος Ηρακλείας και Ραιδεστού Φιλαρέτου Βαφείδη γεγραμμένα και περί πολλών και πλείστων άλλων ανθελληνικών ανοσιουργημάτων των Ρώσων εκκλησιαστικών και πολιτικών ιθυνόντων, «ων ουκ έστι αριθμός», διά του δολερού δελέατος των του «Κρεμλίνου Ρουβλίων», πάλαι τε και επ’ εσχάτων και νυν έτι, προσήκει τοις τε ελευθέροις και αδουλώτοις Αγίοις Προκαθημένοις των Αγιωτάτων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, το: «Στήτε καλώς, Στήτε δικαίως, Στήτε ελευθέρως, άνευ φόβου και πάθους», εν τω συνδέσμω της πίστεως, της ελπίδος, της αγάπης ,της αληθείας και της ειρήνης, «ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν».

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Μοιραστείτε τό